Τι σημαίνει το comparer στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης comparer στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του comparer στο Γαλλικά.

Η λέξη comparer στο Γαλλικά σημαίνει συγκρίνω, παρομοιάζω, ζυγίζω, σταθμίζω τα υπέρ και τα κατά, συγκρίνω κτ/κπ με κτ/κπ, συγκρίνω κτ/κπ με κτ/κπ, που δεν συγκρίνεται με κτ, κάνω μια σύγκριση, κάνω έρευνα αγοράς, συγκρίνω τιμές, συγκρίνω κτ με κτ, αντιπαραβάλλω με/προς, συγκρίνομαι, αντιπαραβάλλω, παραβάλλω, συγκρίνω κτ με κτ, αντιπαραβάλλω κτ με κτ, συγκρίνω, . Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης comparer

συγκρίνω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'étude va comparer la qualité des soins des différents hôpitaux.
Η μελέτη θα συγκρίνει την ποιότητα της περιποίησης των ξενοδοχείων.

παρομοιάζω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Dans une de ses paraboles, Jésus compare le Royaume des cieux à une perle inestimable.
Σε μια από τις παραβολές του ο Ιησούς παρομοίασε το βασίλειο των ουρανών με ένα πανάκριβο μαργαριτάρι.

ζυγίζω

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
J'ai dû considérer les avantages et les désavantages avant de prendre ma décision.
Για να πάρω την απόφασή μου έπρεπε να ζυγίζω τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα.

σταθμίζω τα υπέρ και τα κατά

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Lucy a comparé l'offrr d'emploi pour New York et celle pour Paris.
Η Λούσι στάθμισε τα υπέρ και τα κατά της δουλειάς που της πρόσφεραν στη Νέα Υόρκη με τα αντίστοιχα της δουλειάς στο Παρίσι.

συγκρίνω κτ/κπ με κτ/κπ

verbe transitif

Nous avons comparé les résultats à ceux des précédents tests. Les critiques ont comparé ses films à ceux de Hitchcock.
Συγκρίναμε τα αποτελέσματα με εκείνα προηγούμενων εξετάσεων. Οι κριτικοί έχουν συγκρίνει τις ταινίες του με εκείνες του Χίτσκοκ.

συγκρίνω κτ/κπ με κτ/κπ

verbe transitif

Quand on compare la crème glacée au gâteau, il est évident que la crème glacée est le meilleur dessert.
Όταν συγκρίνεις το παγωτό με την τούρτα, είναι εμφανές πως το παγωτό είναι καλύτερο γλυκό.

που δεν συγκρίνεται με κτ

verbe pronominal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
L'art ne se compare pas à la littérature.
Η τέχνη δε συγκρίνεται με τη λογοτεχνία.

κάνω μια σύγκριση

verbe transitif

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
On me compare souvent à Julia Roberts.

κάνω έρευνα αγοράς, συγκρίνω τιμές

(καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
C'est une bonne idée de comparer les prix (or: de faire jouer la concurrence) avant d'acheter une nouvelle voiture.

συγκρίνω κτ με κτ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αντιπαραβάλλω με/προς

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Cette somme d'argent est très faible si on la compare à ce que nous dépensons chaque année en marketing.

συγκρίνομαι

(με κάτι άλλο)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La popularité d'un président est toujours comparée à celle de son prédécesseur.
Πάντα θα συγκρίνουν την επιτυχία του νέου προέδρου με του προκατόχου του.

αντιπαραβάλλω, παραβάλλω

(κάτι με/και κάτι άλλο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Laissez-moi vous comparer une posture de danse correcte et une posture incorrecte.
Ας δείξω τη σωστή στάση σε σχέση με τη λάθος στάση για αυτόν τον χορό.

συγκρίνω κτ με κτ, αντιπαραβάλλω κτ με κτ

verbe transitif

συγκρίνω

verbe transitif (με κάποιο πρότυπο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le ministère de l'éducation a comparé son échelle des salaires à celle des autres agences gouvernementales.

verbe transitif (mettre en parallèle)

On a comparé les résultats des employés avant d'offrir la promotion.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του comparer στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του comparer

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.