Τι σημαίνει το capped στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης capped στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του capped στο Αγγλικά.
Η λέξη capped στο Αγγλικά σημαίνει με όριο, που έχει επιλεγεί για κτ, καπακωμένος, πώμα, καπάκι, καπάκι, πλαφόν, σκούφος, ορίζω πλαφόν, επιβάλλω πλαφόν, θέτω ανώτατο όριο, δυναμιτάκι, μπομπάκι, κορυφή, κλήση, καπέλο, κεφαλαία, βάζω καπάκι, επιλέγω, χιονισμένος, μπότες ασφαλείας. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης capped
με όριοadjective (having upper limit) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The council introduced capped rents in order to provide affordable housing. |
που έχει επιλεγεί για κτadjective (UK (player: chosen for team) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Manchester United have several capped players who play for their national teams. |
καπακωμένοςadjective (bottle: with lid replaced) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Sally put the capped bottle on the table. |
πώμα, καπάκιnoun (top, lid: bottle) (μπουκαλιού) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The bottle cap keeps the water in. Το πώμα του μπουκαλιού κρατάει το νερό μέσα. |
καπάκιnoun (top: pen) (στυλό) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) I lost the cap for my pen. Έχασα το καπάκι για το στυλό μου. |
πλαφόνnoun (upper limit) (ανώτατο όριο) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The government set a cap on military spending. Η κυβέρνηση έθεσε πλαφόν στα στρατιωτικά έξοδα. |
σκούφοςnoun (hat) (για το χειμώνα, πλεκτό) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) The newsboy wore a warm cap on his head. Το παιδί με τις εφημερίδες φορούσε ένα ζεστό σκούφο στο κεφάλι του. |
ορίζω πλαφόν, επιβάλλω πλαφόν, θέτω ανώτατο όριοtransitive verb (set upper limit) (για κάτι) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The manager capped spending at $50,000. Ο διευθυντής επέβαλε πλαφόν εξόδων σε χαμηλά επίπεδά. |
δυναμιτάκι, μπομπάκιnoun (toy explosive) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) He threw some caps on the ground and they exploded. |
κορυφήnoun (decorative top) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The cap of the post was made of copper. |
κλήσηnoun (UK (sports: being chosen for team) (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) He won 39 caps for England before retiring. |
καπέλοnoun (US (hat worn at graduation) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) All of the students tossed their caps in the air at the end of the graduation ceremony. |
κεφαλαίαplural noun (abbreviation (capital letters) The title of the book should be in caps. |
βάζω καπάκιtransitive verb (put a lid on) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) She capped the bottle. |
επιλέγωtransitive verb (UK (player: choose for team) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) She's been capped 6 times for England and she's only 19. Την έχουν καλέσει 6 φορές στην εθνική Αγγλίας και είναι μόλις 19 ετών. |
χιονισμένοςadjective (mountain: snow on top) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
μπότες ασφαλείαςplural noun (heavy footwear with reinforced toe) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του capped στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του capped
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.