Τι σημαίνει το caçar στο πορτογαλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης caçar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του caçar στο πορτογαλικά.
Η λέξη caçar στο πορτογαλικά σημαίνει πάω για κυνήγι, κυνηγάω, κυνηγώ, κυνηγάω, κυνηγώ, βγάζω για κυνήγι, κυνηγάω, κυνηγώ, ψάχνω, αναζητώ, πιάνω, κυνηγάω, κυνηγώ, πιάνω, κυνηγάω, πιάνω, κυνηγώ κορίτσια, πάω για κυνήγι, κυνηγώ λαθραία, κυνηγώ λαθραία, επιδίδομαι σε λαθροθηρία, κυνηγώ βατράχους, κυνηγώ βατράχια, κυνηγώ φώκιες, κυνηγάω, κυνηγώ, ψάχνω, κυνηγώ με κουνάβια, κυνηγώ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης caçar
πάω για κυνήγι
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Susan sempre quis caçar, mas nunca teve tempo até este ano. Η Σούζαν πάντα ήθελε να ασχοληθεί με το κυνήγι αλλά δεν είχε ποτέ το χρόνο μέχρι φέτος. |
κυνηγάω, κυνηγώverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Jon ia às montanhas todo ano para caçar ursos. Ο Τζον πήγαινε κάθε χρόνο στα βουνά για να κυνηγήσει αρκούδες. |
κυνηγάω, κυνηγώverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Os lobos caçam suas presas em bandos. Οι λύκοι κυνηγάνε το θήραμά τους σε αγέλες. |
βγάζω για κυνήγιverbo transitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) O nobre saiu para caçar. |
κυνηγάω, κυνηγώverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Os cães perseguiram o coelho. ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Η αστυνομία καταδίωξε τον δραπέτη. |
ψάχνω, αναζητώverbo transitivo (procurar) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Έψαχνα τα κλειδιά αλλά δεν τα βρήκα. Οι ντετέκτιβ αναζητούσαν (or: έψαχναν) το στοιχείο που τελικά θα έλυνε το έγκλημα. |
πιάνωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Pegamos dez pares de faisões na caçada. |
κυνηγάω, κυνηγώverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Os caçadores perseguiram a lebre com seus cães. |
πιάνω(encontrar criminoso) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) O policial jurou que iria perseguir o criminoso. Ο αστυνομικός ορκίστηκε πως θα έπιανε τον δολοφόνο. |
κυνηγάω(pegar na armadilha) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ele passou a juventude pegando animais na floresta do norte. |
πιάνω(BRA, figurado, brincadeira infantil) (στο κυνηγητό) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) John pegou Andrew que pegou Paula. |
κυνηγώ κορίτσια(informal) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
πάω για κυνήγιlocução verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κυνηγώ λαθραίαlocução verbal Os caçadores caçavam uma espécie ameaçada de elefantes. Οι λαθροκυνηγοί κυνηγούσαν ένα επαπειλούμενο είδος ελέφαντα. |
κυνηγώ λαθραία, επιδίδομαι σε λαθροθηρίαlocução verbal (na propriedade de terceiros) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Os homens que caçavam furtivamente tinham dinheiro suficiente para pagar ao proprietário das terras. Οι άνδρες που κυνηγούσαν λαθραία είχαν αρκετά χρήματα να εξαγοράσουν τον ιδιοκτήτη της γης. |
κυνηγώ βατράχους, κυνηγώ βατράχιαexpressão verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κυνηγώ φώκιες
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Acho que eles voltaram a caçar focas no Canadá. Νομίζω πως ξανάρχισαν να κυνηγάνε φώκιες στον Καναδά. |
κυνηγάω, κυνηγώexpressão verbal (με πυροβόλο όπλο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ψάχνωexpressão verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κυνηγώ με κουνάβιαlocução verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κυνηγώexpressão verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Eles caçaram a raposa com cães pela floresta. |
Ας μάθουμε πορτογαλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του caçar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.
Σχετικές λέξεις του caçar
Ενημερωμένες λέξεις του πορτογαλικά
Γνωρίζετε για το πορτογαλικά
πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.