Τι σημαίνει το budget στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης budget στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του budget στο Αγγλικά.

Η λέξη budget στο Αγγλικά σημαίνει προϋπολογισμός, προϋπολογισμός, προϋπολογισμός, κάνω προϋπολογισμό, προϋπολογίζω, προϋπολογίζω κτ για κτ, οικονομικός, φτηνός, τιμή ευκαιρίας, προνομιακή τιμή, ξεφεύγω από τον προϋπολογισμό, ξεπερνάω τον προϋπολογισμό, οικογενειακός προϋπολογισμός, χαμηλού κόστους, προϋπολογισμός για μάρκετινγκ, με προϋπολογισμό, προϋπολογισμός λειτουργίας, που ξεπερνάει τον προϋπολογισμό, πάνω από τον προϋπολογισμό, χρηματικό πλεόνασμα προϋπολογισμού, σφιχτός προϋπολογισμός, οικονομική στενότητα, ανώτατο όριο του προϋπολογισμού. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης budget

προϋπολογισμός

noun (monetary plan)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Fiona created a family spending budget.
Η Φιόνα έφτιαξε έναν οικογενειακό προϋπολογισμό εξόδων.

προϋπολογισμός

noun (monetary limit)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
My budget doesn't allow for staying at a luxury hotel.
Το μπάτζετ μου δεν μου επιτρέπει να μείνω σε πολυτελές ξενοδοχείο.

προϋπολογισμός

noun (government spending plan)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Congress will vote to approve the budget next week.
Το Κογκρέσο θα ψηφίσει για την έγκριση του προϋπολογισμού την επόμενη εβδομάδα.

κάνω προϋπολογισμό

intransitive verb (plan for spending)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The administration hasn't budgeted for this month yet.
Η διοίκηση δεν έχει κάνει ακόμα τον προϋπολογισμό γι' αυτό τον μήνα.

προϋπολογίζω

(allocate money for [sth]) (επίσημο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ophelia budgeted for a small economy car, not a full-sized sedan.
Η Οφίλια υπολόγιζε να αγοράσει ένα μικρό, οικονομικό αυτοκίνητο κι όχι για ένα μεγάλο σεντάν.

προϋπολογίζω κτ για κτ

(money: allocate) (επίσημο)

The agency has budgeted 10 million dollars for humanitarian aid.
Ο οργανισμός έχει υπολογίσει 10 εκατομμύρια δολάρια για ανθρωπιστική βοήθεια.

οικονομικός, φτηνός

noun as adjective (economical, cheap)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
If you travel with a budget airline, you won't get much legroom.
Εάν ταξιδέψεις με οικονομική (or: φτηνή) αεροπορική εταιρεία, δεν θα έχεις πολύ χώρο για τα πόδια σου.

τιμή ευκαιρίας, προνομιακή τιμή

plural noun (low cost, bargains)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ξεφεύγω από τον προϋπολογισμό, ξεπερνάω τον προϋπολογισμό

verbal expression (spend more than allocated amount)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

οικογενειακός προϋπολογισμός

noun (calculation of home expenses)

Those DVDs aren't part of the household budget, you're going to have to pay for them yourself.

χαμηλού κόστους

adjective (small amount of funds)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Camping is a low-budget option for holidaymakers.

προϋπολογισμός για μάρκετινγκ

noun (money allocated to promoting [sth])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

με προϋπολογισμό

adverb (spending: within limits)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

προϋπολογισμός λειτουργίας

noun (money allocated to a project)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
With the economic downturn, our annual operating budget has been cut nearly in half.

που ξεπερνάει τον προϋπολογισμό

adjective (spending plan)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πάνω από τον προϋπολογισμό

adverb (spending plan)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

χρηματικό πλεόνασμα προϋπολογισμού

noun (money kept in reserve)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σφιχτός προϋπολογισμός

noun (figurative (tight budget)

οικονομική στενότητα

noun (limited spending allowance)

ανώτατο όριο του προϋπολογισμού

noun (maximum sum allocated or allowed)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του budget στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του budget

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.