Τι σημαίνει το breakdown στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης breakdown στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του breakdown στο Αγγλικά.
Η λέξη breakdown στο Αγγλικά σημαίνει βλάβη, διάσπαση, νευρική κρίση, ανάλυση, ανάλυση, διακοπή, χαλάω, χαλώ, καταρρέω, αποτυγχάνω, γκρεμίζω, ρίχνω, διασπώ, αναλύω, χημική διάσπαση, διάλυση του γάμου, νευρικός κλονισμός, νευρικός κλονισμός, πρωτεόλυση, πρωτεϊνόλυση. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης breakdown
βλάβηnoun (car, machine: failure) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Mary had a breakdown on the way to work, which caused her to be late. Το αυτοκίνητο της Μέρι έπαθε βλάβη όταν ήταν στον δρόμο για τη δουλειά και γι' αυτό καθυστέρησε να έρθει. |
διάσπασηnoun (chemical decomposition) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) In just a few days, the breakdown of the cell structure was apparent. Μέσα σε λίγες μόλις μέρες, η διάσπαση της δομής του κυττάρου ήταν εμφανής. |
νευρική κρίσηnoun (mental collapse) Apparently, Dr. Harris had a breakdown, so Dr. Watts is taking over his scheduled surgeries. Απ' ότι φαίνεται, ο Δρ. Χάρις έπαθε νευρική κρίση κι έτσι ο Δρ. Γουατς θα αναλάβει τις προγραμματισμένες εγχειρήσεις του. |
ανάλυσηnoun (analysis into parts) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) A breakdown of the study, its findings, and its implications can be found on page 10. Στη σελίδα 10 μπορείτε να διαβάσετε μια ανάλυση της μελέτης, τα ευρήματά της και τις επιπτώσεις της. |
ανάλυσηnoun (finance: itemization) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The breakdown of the department's spending budget is shown in this graph. Η ανάλυση του προϋπολογισμού δαπανών του τμήματος παρουσιάζεται σε αυτό το γράφημα. |
διακοπήnoun (disrupted communication) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) There's been a breakdown in negotiations between the two countries. Υπήρξε διακοπή στις διαπραγματεύσεις μεταξύ των δύο χωρών. |
χαλάω, χαλώphrasal verb, intransitive (machine: stop working) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The car broke down on the way home. Στο δρόμο για το σπίτι χάλασε το αυτοκίνητο. |
καταρρέωphrasal verb, intransitive (figurative (person: cry) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Stella broke down when the police told her about her husband's accident. Η Στέλλα κατέρρευσε (or: ξέσπασε σε κλάμματα) όταν η αστυνομία την ενημέρωσε για το ατύχημα του συζύγου της. |
αποτυγχάνωphrasal verb, intransitive (figurative (collapse, become weak) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The union called a strike after talks broke down over retirement benefits. Το συνδικάτο κήρυξε απεργία αφού απέτυχαν οι συνομιλίες για τα επιδόματα συνταξιοδότησης. |
γκρεμίζω, ρίχνωphrasal verb, transitive, separable (door, wall: knock down) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The police broke down the door when they raided the house. Η αστυνομία έριξε την πόρτα όταν έκανε έφοδο στο σπίτι. |
διασπώphrasal verb, transitive, separable (substance: disintegrate) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Stomach acid breaks down food during digestion. Το γαστρικό οξύ διασπά τις τροφές κατά τη διάρκεια της πέψης. |
αναλύωphrasal verb, transitive, separable (figurative (analyze) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) We can break down the process into a number of separate stages. Μπορούμε να χωρίσουμε τη διαδικασία σε αρκετά ξεχωριστά στάδια. |
χημική διάσπασηnoun (deconstructing molecules) |
διάλυση του γάμουnoun (failure of married couple's relationship) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Their marital breakdown started with a disagreement about money. |
νευρικός κλονισμόςnoun (extreme depression) She suffered a mental breakdown after the death of her parents. |
νευρικός κλονισμόςnoun (sudden or severe emotional disorder) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) She suffered a nervous breakdown after the death of her child. |
πρωτεόλυση, πρωτεϊνόλυσηnoun (dissolving or disintegration of proteins) (διάσπαση πρωτεϊνών) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του breakdown στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του breakdown
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.