Τι σημαίνει το blonde στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης blonde στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του blonde στο Αγγλικά.

Η λέξη blonde στο Αγγλικά σημαίνει ξανθός, ξανθός, ξανθιά, ξανθός, ξανθός, ανοιχτόχρωμος, ξανθά μαλλιά, ξανθός, σκούρο ξανθό, που έχει σαντρέ μαλλιά, που έχει σκούρα ξανθά μαλλιά, σκούρος ξανθός, που έχει σαντρέ μαλλιά, που έχει σκούρα ξανθά μαλλιά, πλατινέ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης blonde

ξανθός

adjective (x)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ξανθός, ξανθιά

noun (fair-haired person)

Does Greg prefer blonds? Raphael is dating a tall blonde these days.
Ο Κρεγκ προτιμάει τις ξανθιές;

ξανθός

adjective (hair: fair)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ask the man with blond hair where the train station is. The guitarist in that rock band has blonde hair.
Ρώτα τον άνδρα με τα ξανθά μαλλιά που είναι ο σιδηροδρομικός σταθμός. Ο κιθαρίστας εκείνης της ροκ μπάντας έχει ξανθά μαλλιά.

ξανθός

adjective (person: with fair hair)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
A blond woman is walking up to the house. A gorgeous blonde woman gave a presentation at the conference.
Μια ξανθιά γυναίκα περπατά προς το σπίτι. Μια πανέμορφη ξανθιά γυναίκα έκανε παρουσίαση στο συνέδριο.

ανοιχτόχρωμος

adjective (light-colored)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The room was furnished with blonde furniture and cream-colored upholstery.

ξανθά μαλλιά

noun (hair: fair)

One of the stereotypes about Nordic people is that they all have blond hair.

ξανθός

adjective (mainly US (person: with fair hair)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Andy is a blond-haired man.

σκούρο ξανθό

noun (hair color: dark blond)

που έχει σαντρέ μαλλιά, που έχει σκούρα ξανθά μαλλιά

noun (person with dark-blond hair)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σκούρος ξανθός

adjective (hair: dark-blond) (μαλλιά)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Her hair used to be bright blonde, but now it's more dirty blonde.

που έχει σαντρέ μαλλιά, που έχει σκούρα ξανθά μαλλιά

adjective (person: having dark-blond hair)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πλατινέ

adjective (hair: silvery in colour)

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Her platinum blonde hair makes her easy to spot.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του blonde στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.