Τι σημαίνει το blend στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης blend στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του blend στο Αγγλικά.

Η λέξη blend στο Αγγλικά σημαίνει μείγμα, μίγμα, ανακατεύω, σβήνω κτ με κτ, ανακατεύω, αναμιγνύω, ανακατεύω, αναμειγνύω, αναμιγνύω, συνδυασμός, δένω, σβήνω, ανακατεύω, αναμειγνύω, κρύβομαι ανάμεσα σε κτ, ταιριάζω με κτ, ανακατεύω, αναμειγνύω, ανακατεύω κτ με κτ, αναμειγνύω κτ με κτ, ενσωματώνομαι σε κτ, είμαι ίδιος και απαράλλαχτος, αναμιγνύω, ταιριάζω, αποκλειστικό μείγμα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης blend

μείγμα, μίγμα

noun (mixture)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The blend of fruits and vegetables in this smoothie makes it very healthy.
Ο συνδυασμός των φρούτων και των λαχανικών κάνει αυτό το smoothie πολύ υγιεινό.

ανακατεύω

transitive verb (combine thoroughly)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Blend the ingredients to make a smooth batter.
Ανακάτεψε τα υλικά για να φτιάξεις ένα λείο κουρκούτι.

σβήνω κτ με κτ

(merge into) (χρώμα, σταδιακά)

Blend the blue paint into the green using a soft brush.
Σβήσε το μπλε με το πράσινο χρησιμοποιώντας ένα μαλακό πινέλο.

ανακατεύω, αναμιγνύω

(mix) (κάτι με κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
You can blend flour with a little water to make glue.

ανακατεύω, αναμειγνύω, αναμιγνύω

transitive verb (tea, etc.: mix to create new flavor)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The tea shop downtown blends green tea and herbal tea to make their signature mix.
Το κατάστημα τσαγιού στο κέντρο της πόλης αναμειγνύει πράσινο τσάι με τσάι από βότανα για να φτιάξει το χαρακτηριστικό ρόφημά του.

συνδυασμός

noun (portmanteau)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The word "cronut" is a blend of the words "croissant" and "donut."

δένω

intransitive verb (look pleasing together) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The new chair blends nicely in this room.

σβήνω

intransitive verb (color, etc.: merge imperceptibly) (μέσα σε κάτι άλλο)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The point where orange blends with yellow in this painting is very gradual.

ανακατεύω, αναμειγνύω

phrasal verb, intransitive (be mixed)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Add the flour to your sauce and whisk until it has blended in.

κρύβομαι ανάμεσα σε κτ

phrasal verb, intransitive (be camouflaged)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I thought my cat was lost, but he had just blended in among all the stuffed animals on my daughter's bed.
Νόμιζα ότι χάθηκε ο γάτος μου, αλλά εντέλει είχε κρυφτεί ανάμεσα στα λούτρινα ζωάκια που βρίσκονται στο κρεβάτι της κόρης μου.

ταιριάζω με κτ

(figurative (fit, match)

Her new sofa blends in perfectly with the rest of her stylish apartment decor.
Ο νέος της καναπές ταιριάζει άψογα με την υπόλοιπη στυλάτη διακόσμηση στο διαμέρισμά της.

ανακατεύω, αναμειγνύω

(mix, combine [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Put the softened butter in a bowl, and slowly blend in the sugar.
Βάλε το βούτυρο που έχει μαλακώσει σε ένα μπολ και ανακάτεψε αργά τη ζάχαρη.

ανακατεύω κτ με κτ, αναμειγνύω κτ με κτ

(mix, combine [sth] with [sth])

ενσωματώνομαι σε κτ

(figurative (be assimilated)

In most cultures, minority groups are expected to blend into the mainstream.
Στις περισσότερες κουλτούρες, οι μειονότητες αναμένεται να ενσωματωθούν στην κρατούσα τάξη.

είμαι ίδιος και απαράλλαχτος

(figurative (be indistinguishable)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Without the usual school routine, the days seem to blend into one another.
Χωρίς τη ρουτίνα του σχολείου, οι μέρες μοιάζουν ίδιες και απαράλλαχτες.

αναμιγνύω

(mix, combine)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
If you blend yellow and blue together, you get green.

ταιριάζω

(go well together)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

αποκλειστικό μείγμα

noun (formula kept as a trade secret)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του blend στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του blend

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.