Τι σημαίνει το aucune στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης aucune στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του aucune στο Γαλλικά.
Η λέξη aucune στο Γαλλικά σημαίνει κανένας, κανένας, κανείς, ούτε ένας, απολύτως τίποτα, κανείς, κανένας, μηδενικός, απολύτως, μηδέν, καθόλου, μαστ, προφανώς, εμφανώς, αναμφίβολα, άχρηστος, σαφώς, με τρόπο που δεν βοηθά, άσχετος, που δεν κάνει διακρίσεις, αμετανόητος, κανείς άλλος, αναμφίβολα, βέβαια, σαφώς, οπωσδήποτε, σίγουρα, με κανέναν τρόπο, ποτέ, ουδέποτε, αναμφίβολα, αδιαμφισβήτητα, με τίποτα, σε καμία περίπτωση, που δε μοιάζει με τίποτε άλλο, εννοείται, επ'ουδενί, οπωσδήποτε, σε καμία περίπτωση, χωρίς αμφιβολία, σε καμία περίπτωση, αναμφίβολα, με κανέναν τρόπο, σε καμία περίπτωση, με την καμία, δεν υπάρχει, να είσαι σίγουρος, σίγουρα, βεβαίως, βέβαια, δεν υπάρχει αμφιβολία, αμφιβολία, χωρίς ελπίδα, προδικασμένο αποτέλεσμα, δεν θυμάμαι, δεν έχω έννοιες, δεν έχω έγνοιες, παίζω εκ του ασφαλούς, πάω εκ του ασφαλούς, δεν το ήθελα, δεν διαφωνώ με κπ/κτ, κανείς, κανένας, σκληρός, άκαρδος, ασύγκριτος, μοναδικός, που έχει εξαφανιστεί, ελάχιστος, που έληξε χωρίς τέρματα, που έληξε χωρίς γκολ, αμετανόητος για κτ, άσχετος, αδιάφορος, αναμφίβολα, αναμφισβήτητα, αναμφίβολα, με κανένα τρόπο, δεν υπάρχει αμφιβολία, Κανένα πρόβλημα!, δεν βγάζω νόημα, δεν έχω επιτυχία, δεν έχω αποτέλεσμα, κανείς από τους δυο, κανένας από τους δυο, σίγουρα, βέβαια, ασφαλώς, εννοείται. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης aucune
κανένας
(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) Nous n'avons pas de chambres disponibles. Δεν υπάρχουν καθόλου διαθέσιμα δωμάτια. |
κανένας
(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) |
κανείςpronom (αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) Aucune de ces pommes n'est mûre. Κανένα από αυτά τα μήλα δεν είναι ώριμο. |
ούτε ένας
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
απολύτως τίποταpronom (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
κανείς
(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) Le chevalier leva son épée et déclara : "Aucun d'entre vous ne passera". Ο ιππότης ύψωσε το ξίφος του και δήλωσε: «Δε θα περάσει ουδείς». |
κανέναςadjectif (αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) Aucun employé n'a été en arrêt maladie ce mois-ci. |
μηδενικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le nouveau stagiaire est nul ; il ne fait aucun effort. |
απολύτωςadjectif (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Je n'ai pas la moindre notion d'histoire grecque. Δεν ξέρω τίποτα απολύτως από ελληνική ιστορία. |
μηδέν
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Sur les trente étudiants qui ont présenté l'examen, aucun ne l'a eu. |
καθόλου
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
μαστ(familier) (άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
προφανώς, εμφανώς
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
αναμφίβολα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Il y a indubitablement peu de raisons de faire la fête. Αναμφίβολα έχουμε λίγους λόγους να το γιορτάσουμε. |
άχρηστος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
σαφώς
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) J'ai clairement vu un homme marcher dans le couloir. |
με τρόπο που δεν βοηθά
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
άσχετος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il y a eu deux cambriolages dans cette rue la nuit dernière mais on pense qu'ils n'ont aucun lien. |
που δεν κάνει διακρίσειςlocution adjectivale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αμετανόητος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Malgré les articles négatifs dans la presse, le politicien n'éprouvait aucun remords. |
κανείς άλλος
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αναμφίβολα, βέβαια, σαφώς, οπωσδήποτε, σίγουρα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) L’étudiant est sans aucun doute satisfait de sa bourse d'études. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ο φοιτητής αναμφίβολα εκτιμά τα χρήματα της υποτροφίας. Οπωσδήποτε τον έχουν βοηθήσει τα προσόντα του. |
με κανέναν τρόπο
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
ποτέ, ουδέποτε
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Bob n'a quitté la maison à aucun moment ce soir-là. |
αναμφίβολα, αδιαμφισβήτηταlocution adverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) C'est sans aucun doute la meilleure chanson de l'album. |
με τίποτα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Αυτή η τσάντα κοστίζει 300 λίρες, αλλά με τίποτα δεν είναι η πιο ακριβή στο κατάστημα. |
σε καμία περίπτωσηlocution adverbiale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
που δε μοιάζει με τίποτε άλλο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Son amour pour lui ne ressemble à aucun autre. |
εννοείταιlocution adverbiale (απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.) Si j'aime mon mari ? Sans aucun doute ! |
επ'ουδενίlocution adverbiale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Le fait que tu étais un peu saoul n'excuse en aucun cas ton comportement. |
οπωσδήποτεlocution adverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
σε καμία περίπτωσηlocution adverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Vous ne devez en aucun cas vous absenter de votre poste. |
χωρίς αμφιβολίαadverbe (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) C'est sans aucun doute le meilleur gâteau que j'aie jamais mangé. |
σε καμία περίπτωσηlocution adverbiale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αναμφίβολα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
με κανέναν τρόποlocution adverbiale (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) En aucun cas je ne te laisserai emprunter ma voiture. |
σε καμία περίπτωσηlocution adverbiale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
με την καμία, δεν υπάρχειinterjection (αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Moi, faire du saut à l'élastique ? (Y'a) pas de danger ! Εγώ να κάνω ski jumping; Με την καμία! |
να είσαι σίγουρος
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
σίγουρα, βεβαίως, βέβαια(familier) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) De l'esprit et une frimousse avenante : ce type me plaisait pour sûr ! |
δεν υπάρχει αμφιβολία
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) C'est un homme malfaisant, cela ne fait aucun doute (or: il n'y a pas de doute là-dessus). |
αμφιβολίαnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Je n'ai aucun doute que le paradis existe. Δεν έχω αμφιβολία ότι υπάρχει παράδεισος. |
χωρίς ελπίδαnom masculin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
προδικασμένο αποτέλεσμα
|
δεν θυμάμαι
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il était tellement saoul qu'il n'a aucun souvenir de comment il est rentré chez lui. |
δεν έχω έννοιες, δεν έχω έγνοιεςlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il vit sa vie comme s'il n'avait aucun souci. |
παίζω εκ του ασφαλούς, πάω εκ του ασφαλούςlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Le gymnaste a préféré ne prendre aucun risque et faire une figure plus facile. |
δεν το ήθελαlocution verbale (για κάτι αρνητικό που προκάλεσα) |
δεν διαφωνώ με κπ/κτ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κανείς, κανέναςadjectif (αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) Aucun des garçons n'a compris ce qui se passait. Ούτε το ένα ούτε το άλλο παιδί δεν κατάλαβε τι συνέβαινε. |
σκληρός, άκαρδοςlocution adjectivale (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Dans un sermon, on entend rarement de telles remarques qui ne font preuve d'aucun égard (or: qui manquent d'égards). Σπάνια ακούς τέτοια σκληρά σχόλια σε ένα κήρυγμα. |
ασύγκριτος, μοναδικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le voyage en train à travers les Alpes suisses ne ressemblait à aucun autre. |
που έχει εξαφανιστεί
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La neige qui était dans le jardin a disparu avec le temps chaud qu'il y a eu toute la semaine. |
ελάχιστος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
που έληξε χωρίς τέρματα, που έληξε χωρίς γκολlocution adjectivale (Sports) (αγώνας) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αμετανόητος για κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) L'acteur n'éprouve aucun remords concernant les propos controversés qu'il a tenus dans une interview à la radio. |
άσχετος(με κάτι) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αδιάφορος(για κτ, μπροστά σε κτ) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La réceptionniste semblait ne montrer aucun intérêt pour son travail et nous a à peine souri. |
αναμφίβολα, αναμφισβήτητα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Preston est sans aucun doute la meilleure personne pour ce travail. |
αναμφίβολα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Tu as sans aucun doute (or: sans nul doute) plus d'expérience dans ce domaine que moi. |
με κανένα τρόπο
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
δεν υπάρχει αμφιβολία
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il ne fait aucun doute que (or: il n'y a pas de doute sur le fait que) de nombreux citoyens n'apprécient pas de payer des impôts. |
Κανένα πρόβλημα!interjection (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) – Cette radio ne fonctionne pas. Je veux être remboursé ! – Bien sûr, Monsieur. Aucun problème ! Το ραδιόφωνο δεν λειτουργεί, θέλω τα χρήματά μου πίσω! Βεβαίως κύριε, κανένα πρόβλημα! |
δεν βγάζω νόημα
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Alnsley était ivre et ce qu'il disait n'avait aucun sens. |
δεν έχω επιτυχία, δεν έχω αποτέλεσμα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Je vais aller me plaindre auprès de leur directeur, même si ma démarche a toutes les chances de ne rien donner. |
κανείς από τους δυο, κανένας από τους δυο
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) J'ai invité Steve et David au cinéma ce soir, mais aucun des deux n'était intéressé. // Quelle jupe te plaît ? Aucune des deux ! ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ο Στιβ και ο Ντέιβιντ; Κανείς από τους δυο δεν θα πάει σινεμά απόψε. |
σίγουρα, βέβαια, ασφαλώς(avec certitude) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
εννοείταιinterjection Si j'aimerais une autre tranche de ce délicieux gâteau ? Plutôt (or: sans aucun doute) ! |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του aucune στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του aucune
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.