Τι σημαίνει το área στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης área στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του área στο ισπανικά.

Η λέξη área στο ισπανικά σημαίνει μέρος, τμήμα, κομμάτι, εμβαδόν, εμβαδό, περιοχή, έκταση, περιοχή, τομέας, τομέας, κλάδος, τομέας, περιοχή γύρω από τα δοκάρια, περίκλειστο έδαφος, ζώνη, κοινότητα, επιφάνεια, έκταση, περιοχή, περιοχή, γωνιά, φωλιά, τομέας, κομμάτι, τμήμα, κηλίδα, τομέας, τομέας, κλάδος, χώρος, περιοχή για έγχρωμους κατά τη διάρκεια του Απαρτχάιντ, εσοχή, πίστα ελιγμών, τοπικός, στην περιοχή, εδώ κοντά, εδώ γύρω, χώρος εργασίας, βομβαρδισμένη περιοχή, άλσος, περιοχή ευθύνης, παραγώνι, τμήμα δρόμου όπου απαγορεύεται η στάση και η στάθμευση, μικρή περιοχή, τηλεφωνικός κωδικός, οικοδομημένη περιοχή, τομέας, κλάδος, μητροπολιτική περιοχή, χώρος των δημοσιογράφων, σταθμός εξυπηρέτησης αυτοκινητιστών, περιοχή χαμηλής πίεσης, υποβαθμισμένη περιοχή, εκτροφείο, πεδίο μάχης, περιοχή χωρίς σήμα, έρημος, ζώνη ελεύθερου εμπορίου, περιοχή ελεύθερου εμπορίου, περιοχή πέναλτι, απομακρυσμένη περιοχή, αστική περιοχή, ευαίσθητο θέμα, χώρος καπνιστών, ζώνη επιρροής, προστατευόμενη δασική περιοχή, περιβάλλων χώρος, άγνωστος τόπος, δύσκολη περίοδος, φάση, χώρος εργασίας, οικοδομή, θέση πάρκινγκ, εγκαταστάσεις παραγωγής, γραφείο διοίκησης, ζώνη συγκέντρωσης, Bay Area, ξάκρισμα, βομβαρδισμένη περιοχή, επιλεγμένο πεδίο, πεδίο επιλογής, περιοχή κάλυψης, υποβαθμισμένη περιοχή, δασοκάλυψη, χώρος για πικ νικ, παιδική χαρά, δημόσιος χώρος, περιοχή αναψυχής, ζώνη αναψυχής, περιοχή έρευνας, τμήμα σελίδας εκτός της περιοχής εκτύπωσης και της περιοχής ξακρίσματος, χώρος για καπνίζοντες, θεματική περιοχή, χώρος εργασίας, εμπορικό κέντρο, περιοχή δοκιμής, τοπικό δίκτυο, τομέας σπουδών, χώρος υποδοχής, χώρος άθλησης και αναψυχής, στη γύρω περιοχή, εκεί κοντά, εκπαιδεύω κάποιον σε διαφορετικούς τομείς, επιφάνεια, έκταση, κωδικός STD, ζώνη, επικίνδυνη περιοχή, περιοχή πέναλτι, ευαίσθητη περιοχή, τομέας εξειδίκευσης, τομέας ειδίκευσης, εργοτάξιο, στον τομέα, στον κλάδο, στο χώρο, μητροπολιτικός, λωρίδα στάσης, χώρος στάθμευσης αεροσκαφών, τεκτονικός σκόπελος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης área

μέρος, τμήμα, κομμάτι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Hay una pista de tenis en el área de césped detrás de la casa.
Υπήρχε ένα γήπεδο του τένις στο μέρος του γκαζόν πίσω από το σπίτι.

εμβαδόν, εμβαδό

(μαθηματικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
El área del macizo de flores media treinta pies cuadrados. La profesora le pidió a sus estudiantes que calcularan el área del triángulo.
Το εμβαδόν του παρτεριού ήταν τριάντα τετραγωνικά πόδια.

περιοχή, έκταση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Había una zona de bosques a lo largo del río.
Υπήρχε μια δασική περιοχή (or: έκταση) δίπλα στο ποτάμι.

περιοχή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Hay parques y otras zonas verdes alrededor de la ciudad.
Υπάρχουν επίσημα πάρκα και άλλοι χώροι πρασίνου σε όλη την πόλη.

τομέας

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Soy abogado, pero la legislación civil no es mi campo.

τομέας, κλάδος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Estudia el campo de las lenguas Indo-Europeas.

τομέας

(figurado) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
No puedo ayudarte con eso; me temo que no es mi área.
Δεν μπορώ να σε συμβουλεύσω γι' αυτό το ζήτημα. Δεν είναι στο αντικείμενό μου.

περιοχή γύρω από τα δοκάρια

nombre femenino (deporte)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Le hizo falta dentro del área y resultó en un penal.

περίκλειστο έδαφος

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ζώνη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La policía ha acordonado la zona donde se produjo el vertido.

κοινότητα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Para pagar menos impuestos, la familia se mudó a una localidad diferente.

επιφάνεια, έκταση

nombre femenino (en acres)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

περιοχή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Durante la búsqueda necesitamos abarcar todo el terreno.
Κατά την διάρκεια της αναζήτησης πρέπει να καλύψουμε ολόκληρη την περιοχή, όλη δηλαδή την έκταση.

περιοχή

(clima)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Tenemos suerte de vivir en una zona donde no hay inclemencias meteorológicas catastróficas.

γωνιά, φωλιά

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El cuidado de bebés es el campo de Jennifer; a menudo le piden que escriba artículos sobre el tema.

τομέας

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Ella es experta en su campo.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Αυτό το αντικείμενο δεν βρίσκεται στο πεδίο γνώσεων μου.

κομμάτι, τμήμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Una porción de cielo azul apareció entre las nubes.
Ένα κομμάτι μπλε ουρανού εμφανίστηκε ανάμεσα στα σύννεφα.

κηλίδα

(piel)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Las manchas blancas en su piel son causadas por el vitiligo.
Οι κηλίδες λευκού δέρματος που έχεις προκαλούνται από λεύκη.

τομέας

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
El campo de la lingüística aplicada siempre me ha interesado.

τομέας, κλάδος

(actividad)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Los académicos solían quedarse en sus propios campo, pero ahora muchos tienen un enfoque interdisciplinario.

χώρος

(δισδιάστατη έκταση)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
El sitio ese de ahí es ideal para plantar la tienda.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Αυτό το χαλί είναι πολύ μεγάλο. Δεν υπάρχει χώρος να το βάλεις στην κουζίνα.

περιοχή για έγχρωμους κατά τη διάρκεια του Απαρτχάιντ

(voz inglesa)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Las peleas callejeras son comunes en algunos townships.

εσοχή

(σε κτήριο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El camión de reparto debería llegar al muelle alrededor de las 3:00.
Το φορτηγό παράδοσης πρέπει να φτάσει στην εσοχή περίπου στις 3:00.

πίστα ελιγμών

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Sean dio la vuelta con el coche en la acera al final de la vía de acceso.
Ο Σων έστριψε το αυτοκίνητο στην πίστα στάθμευσης στο τέρμα του δρόμου.

τοπικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

στην περιοχή, εδώ κοντά, εδώ γύρω

locución adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Vivo en el área desde hace diez años y conozco todo el barrio.

χώρος εργασίας

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

βομβαρδισμένη περιοχή

άλσος

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El gobierno de la ciudad vendió la zona verde a una empresa que construirá un centro comercial.

περιοχή ευθύνης

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

παραγώνι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

τμήμα δρόμου όπου απαγορεύεται η στάση και η στάθμευση

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

μικρή περιοχή

(ποδόσφαιρο, χόκεϋ κλπ.)

τηλεφωνικός κωδικός

locución nominal masculina

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Para hacer una llamada de larga distancia necesitás marcas el código de área antes del número.

οικοδομημένη περιοχή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El parque provee un espacio verde en esa área urbana.

τομέας, κλάδος

(επαγγελματική δραστηριότητα)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
La compañía va a eliminar las dos líneas de negocio que no son eficientes.
Στον κλάδο του, συνηθίζεται οι πληρωμές να γίνονται μόνο τοις μετρητοίς. Η εταιρεία θα καταργήσει δύο επιχειρηματικές μονάδες, οι οποίες δεν είναι αποδοτικές.

μητροπολιτική περιοχή

Chicago tiene una población de 2,8 millones de personas, pero su área metropolitana tiene cerca de 10 millones.

χώρος των δημοσιογράφων

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Los reporteros pidieron sus lugares en el área de prensa.

σταθμός εξυπηρέτησης αυτοκινητιστών

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
Condujo el coche fuera de la autopista hacia el área de servicio, para poder comer algo y usar el baño.

περιοχή χαμηλής πίεσης

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
En las zonas de bajas presiones se suelen desencadenar tormentas.

υποβαθμισμένη περιοχή

(ES)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

εκτροφείο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El pantano era un área de reproducción para muchas especias de aves acuáticas.

πεδίο μάχης

nombre femenino

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

περιοχή χωρίς σήμα

(telefonía) (κινητή τηλεφωνία)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

έρημος

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ζώνη ελεύθερου εμπορίου, περιοχή ελεύθερου εμπορίου

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

περιοχή πέναλτι

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A James le hicieron una infracción en el área penal y su equipo obtuvo un penal en vez de un tiro libre.

απομακρυσμένη περιοχή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La Cruz Roja tuvo dificultades para llevar ayuda a la zona remota tras el terremoto.

αστική περιοχή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Acaban de terminar su casa en el área residencial del norte de la ciudad.

ευαίσθητο θέμα

(emocional) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Mi madre ya no me pregunta por mis novios porque sabe que esa es un área delicada.

χώρος καπνιστών

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Jim fue al área de fumadores para no molestar a los otros comensales.

ζώνη επιρροής

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ese Estado no está en nuestra área de influencia.

προστατευόμενη δασική περιοχή

nombre femenino

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

περιβάλλων χώρος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
El niño se había perdido así que sus padres buscaron en el área circundante.

άγνωστος τόπος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

δύσκολη περίοδος, φάση

locución nominal femenina

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
En Occidente, Pakistán e Irán son considerados como áreas (or: zonas) de conflicto.

χώρος εργασίας

locución nominal femenina

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
El profesor Hawkins tiene su área de trabajo abarrotado de cosas, con montones de papeles y libros por todas partes.

οικοδομή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Todos deben reportar a la oficina antes de entrar al área de construcción.

θέση πάρκινγκ

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Es difícil encontrar un área de estacionamiento en el fin de semana.
Είναι δύσκολο να βρεις θέση πάρκινγκ το Σαββατοκύριακο.

εγκαταστάσεις παραγωγής

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

γραφείο διοίκησης

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Todos los reclamos de facturas se trabajan en la oficina administrativa.

ζώνη συγκέντρωσης

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
El área de concentración de humo que sufre el mayor efecto es San Bernardino.

Bay Area

nombre propio femenino (San Francisco) (περιοχή γύρω από το Σαν Φραντσίσκο στις ΗΠΑ)

(κύριο ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε συγκεκριμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. Μαρία, Ελλάδα, Ελληνίδα κλπ.)
Aún cuando San Francisco no es la ciudad más grande del Área de la Bahía, se reconoce por ser su centro financiero y cultural.

ξάκρισμα

(τυπογραφία)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

βομβαρδισμένη περιοχή

Hiroshima se convirtió en una de las áreas de explosión más terribles de la historia.

επιλεγμένο πεδίο, πεδίο επιλογής

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Elegí una área de especialización bastante inexplorada pero con mucho potencial.

περιοχή κάλυψης

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Todas las compañías de telefonía celular dicen tener mayor área de cobertura.

υποβαθμισμένη περιοχή

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La zona de México justo al sur de la frontera de San Diego es una región pobre.

δασοκάλυψη

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El área boscosa del país disminuyó a la mitad en los últimos cuarenta años.

χώρος για πικ νικ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

παιδική χαρά

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Los niños tienen un área de juego lejos de la calle.

δημόσιος χώρος

Los parques y las playas son las principales áreas públicas de las ciudades, abiertas a todos.

περιοχή αναψυχής, ζώνη αναψυχής

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

περιοχή έρευνας

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τμήμα σελίδας εκτός της περιοχής εκτύπωσης και της περιοχής ξακρίσματος

locución nominal femenina (impresión) (βιβλιοδεσία)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

χώρος για καπνίζοντες

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
En los Estados Unidos ya no tienen zonas de fumadores en los aeropuertos.

θεματική περιοχή

nombre femenino

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

χώρος εργασίας

nombre masculino

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

εμπορικό κέντρο

περιοχή δοκιμής

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

τοπικό δίκτυο

locución nominal femenina (Informática)

τομέας σπουδών

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
El campo de estudio de Joe es la literatura francesa.

χώρος υποδοχής

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

χώρος άθλησης και αναψυχής

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

στη γύρω περιοχή, εκεί κοντά

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
No me gustaría vivir en el área de un estadio de fútbol.

εκπαιδεύω κάποιον σε διαφορετικούς τομείς

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

επιφάνεια, έκταση

(συνήθως μικρή)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Hay un área de pasto entre el cantero de flores y el área de las verduras.
Υπάρχει μια επιφάνεια με γκαζόν ανάμεσα στο παρτέρι και τον λαχανόκηπο.

κωδικός STD

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

ζώνη

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

επικίνδυνη περιοχή

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Esa parte de la ciudad es un área peligrosa por la noche.

περιοχή πέναλτι

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El delantero estaba justo dentro del área cuando le hicieron falta, lo que acabó con un penal.
Ο επιθετικός ήταν μέσα στην περιοχή του πέναλτι όταν του έκαναν φάουλ, με αποτέλεσμα να δωθεί πέναλτι.

ευαίσθητη περιοχή

(κυριολεκτικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Las yemas de los dedos son el área más sensible del cuerpo humano.

τομέας εξειδίκευσης, τομέας ειδίκευσης

(εκπαίδευση)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

εργοτάξιο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

στον τομέα, στον κλάδο, στο χώρο

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Es un experto en el área de la historia romana.

μητροπολιτικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El área metropolitana de Nueva York es la más grande en los Estados Unidos.

λωρίδα στάσης

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Hay una área de descanso en cien metros.

χώρος στάθμευσης αεροσκαφών

(aeronaves)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Había cinco aviones en el área de estacionamiento ese día.

τεκτονικός σκόπελος

(γεωλογία)

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του área στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του área

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.