Τι σημαίνει το ar στο πορτογαλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης ar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του ar στο πορτογαλικά.
Η λέξη ar στο πορτογαλικά σημαίνει αέρας, αέρας, αίσθηση, νότα, αέρας, αέρας, αεροπλάνο, κλιματιστικό, Ar, Αρκάνσας, αίσθηση, ατμόσφαιρα, ατμόσφαιρα, διαγωγή, έξω, αποπνικτική ατμόσφαιρα, αερόσακος, κλιματιστικό, αερόστατο, κλιματισμός, φουσκώνω, κλιματισμός, του στάβλου, δεν μεταδίδομαι, αερομεταφερόμενος, υπαίθριος, με ρεύματα, που κάνει ρεύμα, φυσιολάτρης, κλιματιζόμενος, αερόψυκτος, στεγνός έπειτα από έκθεση στον αέρα, στεγνός έπειτα από έκθεση στον αέρα, βολή από αεροσκάφος προς στόχο στην στεριά, αέρος-εδάφους, λαχανιασμένος, αναποδογυρισμένος, εδάφους-αέρος, επιφανείας-αέρος, λαχανιασμένος, βαρύτερος από τον αέρα, γεμάτος με αέρα, στην ύπαιθρο, ψηλά, στον αέρα, στην εξοχή, στην ύπαιθρο, στον καθαρό αέρα, έξω, εξωτερικά, υπό τον έναστρο ουρανό, κάτω από τ'αστέρια, στον αέρα, τρόμπα, ρεύμα, αεροπειρατής, ρεύμα αέρος, ρεύμα αέρα, αεροβόλο, ταχύτητα πτήσης, καθοδικό ρεύμα, κλιματιστικό, φίλτρο αέρος, ατμοσφαιρική ρύπανση, λαχάνιασμα, φυσαλίδα, φουσκάλα, μπουρμπουλήθρα, κλιματιστικό, ρεύμα αέρα, στόμιο εισόδου αέρα, διαρροή αέρος, κενό αέρα, ρεύμα, τρόμπα, αεροβόλο, βαλβίδα αέρος, αναπνοή, ανάσα, πεπιεσμένος αέρας, καθαρός αέρας, αέρας αλλαγής, ανάσα φρεσκάδας, ευπρόσδεκτη αλλαγή, θερμός αέρας, σαμπρέλα ελαστικού, ρεύμα αέρα, σε ανοιχτό χώρο, έξω, υπαίθρια δραστηριότητα, ψώνιο, στεγανός θάλαμος μετάβασης, μόνωση για τα ρεύματα, κρύο, θερμού αέρα, αερομεταφερόμενα σωματίδια, κόβω, έρχομαι κοντά στη φύση, δροσίζω, στεγνώνω στον αέρα, αιωρούμαι πάνω από, που κοιμάται, εξωτερικός, πετάω, πετώ, έξω, υπαίθριος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης ar
αέραςsubstantivo masculino (figurado, espaço aberto) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) O mágico parecia flutuar no ar diante de nossos olhos. Ο μάγος φαινόταν να αιωρείται στον αέρα μπροστά στα μάτια τους. |
αέρας(atmosfera) (ατμόσφαιρα) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) O ar estava denso de fumaça no bar. Ο αέρας στο μπαρ ήταν πνιγηρός από τον καπνό. |
αίσθηση, νόταsubstantivo masculino (ambiente) (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) A partida dele deu um ar de tristeza ao encontro deles. Η αποχώρησή του άφησε μια νότα θλίψης στη συγκέντρωσή τους. |
αέραςsubstantivo masculino (aparência) (μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
αέραςsubstantivo masculino (atitude) (μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
αεροπλάνοsubstantivo masculino (transporte) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
κλιματιστικόsubstantivo masculino (μηχάνημα) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Estou com um pouco de calor, então vou ligar o ar. Ζεσταίνομαι λίγο, γι' αυτό θα ανοίξω τον κλιματισμό. |
Arsubstantivo masculino (Abrev.;elemento químico, argônio) (χημεία: αργό) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Argônio, abreviado como "Ar", é um elemento que pode ser encontrado na atmosfera da Terra. Το αργό, που συντομογραφείται ως «Ar», είναι στοιχείο που υπάρχει στην ατμόσφαιρα της Γης. |
Αρκάνσας(Arcansas, Estados Unidos) (κύριο ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε συγκεκριμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. Ναύπλιο, Έβερεστ κλπ.) |
αίσθησηsubstantivo masculino (figurado, aparência) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) É um café, mas tem o ar de um pub. Καφετέρια είναι, αλλά δίνει την αίσθηση μιας παμπ. |
ατμόσφαιρα(o ar) (μόνο ενικός) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) A atmosfera estava carregada de fumaça depois da explosão. Η ατμόσφαιρα ήταν γεμάτη καπνό μετά την έκρηξη. |
ατμόσφαιρα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
διαγωγή(liter., arcaico) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
έξω
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) O que você está fazendo aqui? Você deveria estar lá fora em um dia tão adorável! Τι κάνεις εδώ μέσα; Θα έπρεπε να είσαι έξω μια τέτοια υπέροχη μέρα! |
αποπνικτική ατμόσφαιρα(atmosfera pesada) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αερόσακος(segurança de veículo) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
κλιματιστικό
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
αερόστατο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
κλιματισμόςsubstantivo masculino (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
φουσκώνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
κλιματισμόςsubstantivo masculino (ar condicionado) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
του στάβλου(BRA, informal) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
δεν μεταδίδομαιlocução adjetiva (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αερομεταφερόμενοςexpressão (μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.) Se você espirrar sem cobrir a boca, seus germes podem ser transportados pelo ar. Αν φτερνιστείς χωρίς να καλύψεις το στόμα σου, τα μικρόβιά σου μπορεί να μεταφερθούν με τον αέρα. |
υπαίθριοςlocução adjetiva (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
με ρεύματα, που κάνει ρεύμαexpressão (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
φυσιολάτρηςlocução adverbial (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
κλιματιζόμενος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
αερόψυκτοςlocução adjetiva (motor) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Οι περισσότερες μοτοσικλέτες έχουν αερόψυκτες μηχανές.Το Volkswagen ήταν ένα από τα πρώτα αυτοκίνητα με αερόψυκτο κινητήρα. |
στεγνός έπειτα από έκθεση στον αέραlocução adjetiva (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
στεγνός έπειτα από έκθεση στον αέραlocução adjetiva (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
βολή από αεροσκάφος προς στόχο στην στεριάlocução adjetiva (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αέρος-εδάφουςlocução adjetiva (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
λαχανιασμένοςlocução adjetiva (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
αναποδογυρισμένοςexpressão (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
εδάφους-αέρος, επιφανείας-αέροςexpressão (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
λαχανιασμένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
βαρύτερος από τον αέραexpressão (aviação) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
γεμάτος με αέραlocução adjetiva (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
στην ύπαιθρο(do lado de fora) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Nós dormimos ao ar livre ontem à noite. Nem usamos a tenda. Κοιμηθήκαμε στην ύπαιθρο χθες το βράδυ. Δεν χρησιμοποιήσαμε καν σκηνή. |
ψηλά(no ar) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
στον αέραlocução adverbial (sendo transmitido) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
στην εξοχή, στην ύπαιθρο, στον καθαρό αέρα
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
έξω, εξωτερικά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Ακούστηκε το σχολικό κουδούνι και τα παιδιά ξεχύθηκαν έξω στο προαύλιο. Από τότε που μετακόμισα στην Ισπανία περνάω το περισσότερο χρόνο μου έξω. |
υπό τον έναστρο ουρανό, κάτω από τ'αστέρια(do lado de fora, ao ar livre) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
στον αέραadjetivo (figurado: incerto) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
τρόμπαsubstantivo feminino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) O pneu da bicicleta de Marilyn esvaziou, então ela estava procurando uma bomba de ar para enchê-lo novamente. Το λάστιχο του ποδηλάτου της Μέρλιν έγινε πίτα και έτσι ψάχνει για μια τρόμπα για να το φουσκώσει. |
ρεύμα(αέρα) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Uma corrente de ar frio entrou pela chaminé. Ένα ρεύμα ψυχρού αέρα φύσηξε από την καμινάδα. |
αεροπειρατής
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
ρεύμα αέρος, ρεύμα αέρα
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
αεροβόλο(όπλο) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ταχύτητα πτήσης(αεροσκάφος) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
καθοδικό ρεύμα(movimento vertical de ar) |
κλιματιστικό(η συσκευή) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
φίλτρο αέρος
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ατμοσφαιρική ρύπανση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
λαχάνιασμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
φυσαλίδα, φουσκάλα, μπουρμπουλήθρα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
κλιματιστικό
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ρεύμα αέρα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
στόμιο εισόδου αέρα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
διαρροή αέρος
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
κενό αέρα, ρεύμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
τρόμπα(pneus) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αεροβόλο(όπλο) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
βαλβίδα αέρος
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αναπνοή, ανάσα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
πεπιεσμένος αέρας(ar submetido a uma pressão superior à atmosfera) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
καθαρός αέρας(ar puro, ar livre) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
αέρας αλλαγής(mudança positiva) (μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
ανάσα φρεσκάδας, ευπρόσδεκτη αλλαγήsubstantivo feminino (novidade, mudança positiva) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) A entrada do novo director foi uma lufada de ar fresco na empresa. Ο ερχομός του νέου διευθυντή ήταν μια ευπρόσδεκτη αλλαγή. |
θερμός αέρας(literal) (κυριολεκτικά) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
σαμπρέλα ελαστικούsubstantivo feminino (de pneu) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ρεύμα αέρα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
σε ανοιχτό χώρο, έξω(fora da casa) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Το φαγητό πάντα έχει καλύτερη γεύση όταν το τρως έξω. |
υπαίθρια δραστηριότηταsubstantivo feminino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ψώνιοexpressão (καθομ: για όλα τα γένη) (ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.) |
στεγανός θάλαμος μετάβασης
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μόνωση για τα ρεύματαexpressão (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κρύο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
θερμού αέραlocução adjetiva (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αερομεταφερόμενα σωματίδιαexpressão (poeira) |
κόβωexpressão (informal: interromper transmissão) (μεταφορικά: δεν μεταδίδω πια) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
έρχομαι κοντά στη φύση(passar o tempo fora de casa) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
δροσίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
στεγνώνω στον αέραexpressão verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αιωρούμαι πάνω απόlocução verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ένα ελικόπτερο της αστυνομίας υπερίπτατο του κτιρίου όπου είχαν βρει καταφύγιο οι τρομοκράτες. |
που κοιμάταιadjetivo (gíria: inconsciente, dormindo) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ele está fora do ar. |
εξωτερικόςlocução adjetiva (não dentro) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Esta lanchonete tem lugares ao ar livre, o que é ótimo quando está ensolarado. Αυτό το καφέ έχει καθίσματα σε εξωτερικό χώρο, πράγμα τέλειο όταν έχει λιακάδα. |
πετάω, πετώexpressão (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) O avião foi suspenso no ar suavemente. Το αεροπλάνο απογειώθηκε ομαλά. |
έξω
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) O elegante terraço do restaurante torna o jantar al fresco um prazer. Ο κομψός εξωτερικός χώρος αυτού του εστιατορίου καθιστά το δείπνο έξω σκέτη απόλαυση. |
υπαίθριοςlocução adjetiva (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
Ας μάθουμε πορτογαλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του ar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.
Σχετικές λέξεις του ar
Ενημερωμένες λέξεις του πορτογαλικά
Γνωρίζετε για το πορτογαλικά
πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.