Τι σημαίνει το al στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης al στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του al στο ισπανικά.
Η λέξη al στο ισπανικά σημαίνει Αλαμπάμα, από, σε, τυχαίος, ψητός, τυχαίος, ασυνάρτητος, τσαπατσούλικος, αδιάβροχος, στεγανός, υδατοστεγής, που καραδοκεί, που έχει σχήμα κύβου, καταδικασμένος, ευχάριστος στην ακοή, πυρίμαχος, πυράντοχος, αφής, με εμφανείς ρίζες, αναποδογυρισμένος, ελαχιστοποιημένος, διορατικός, τελικά, ακριβώς, προφανώς, αντίθετα, αντίστροφα, τυχαία, απρογραμμάτιστα, συμπτωματικά, στιγμιαία, διαγώνια, στην εξοχή, στην ύπαιθρο, στον καθαρό αέρα, γυμνός, κατάστημα λιανικής πώλησης, κατάστημα λιανικής, ενημέρωση, κρούστα, έμφραγμα, στεγανοποίηση, παραχώρηση πολιτικών δικαιωμάτων, χορήγηση πολιτικών δικαιωμάτων, σουκιγιάκι, ρόδα, ρόδα, αφοσίωση στις σπουδές, σκανδαλοθηρία, μέθοδος αποτίμησης FIFO, μεταρρύθμιση, είμαι στο τιμόνι, αναλαμβάνω, κάνω θραύση, παραιτούμαι, περπατώ επιδεικτικά, υποχωρώ, απομακρύνομαι, έχω χρήματα για κτ, έχω αρκετά χρήματα για κτ, ανακαινίζω, περιθωριοποιώ, απομονώνω, τυχαιοποιώ, αποκαλύπτω, ηγούμαι, γελοιοποιώ, διακωμωδώ, λέω, συνταξιοδοτώ, αυξανόμενος, τελικός, κατώτερος, ευρετικός, κοντός, είμαι διπλωμένος στα δύο, ετησίως, αμοιβαία, έξω, καιρός είναι, εμπορική εταιρεία, σε σχέση με, πάω στα τσακίδια, σπαταλώ, σκορπάω, χαλώ, χαραμίζω, πετάω, ακάλυπτος, γυμνός, κυριολεκτικός, εμπεριστατωμένος, φαφλατάς, λογάς, πιστός στο καθεστώς, ενήμερος, σχεδόν, οριακά, αρχικά, πρώτα, ακμάζων, οικονομικός, σύνολο, ελαιόχρωμα, παστέλ, μαζί με, διαφωτίζω, συνοδεύομαι, διπλανός, περισσότερο, όλοι μαζί, κάτω, βασικό λειτουργικό άκρο, βασικό άκρο λειτουργίας, έχει, δείχνει, παίζει, πάνω, σταθερός, ασυνάρτητος, ασύνδετος, ψητός, πεθαμένος, τελικά, παρακάτω, απροκάλυπτα, και, φούρνου. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης al
Αλαμπάμα(abreviatura) (κύριο ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε συγκεκριμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. Μαρία, Ελλάδα, Ελληνίδα κλπ.) |
από(a el) Prefiero el rojo al azul. Προτιμώ το κόκκινο από το μπλε. |
σε
(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) Al planificar tu caudal hereditario, deberías tener en cuenta a todos tus posibles herederos. |
τυχαίος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La computadora generó un número aleatorio. Ο υπολογιστής παρήγαγε έναν τυχαίο αριθμό. |
ψητός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) El pollo horneado de Maria es famoso en nuestra familia. Το ψητό κοτόπουλο της Μαρίας είναι φημισμένο στην οικογένειά μας. |
τυχαίος, ασυνάρτητος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Las pinceladas del artista parecían aleatorias al principio, pero enseguida tomaron forma. |
τσαπατσούλικος(trabajo) (καθομιλουμένη) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Este trabajo está descuidado, está lleno de errores. Αυτή η δουλειά είναι τσαπατσούλικη. Είναι γεμάτη λάθη. |
αδιάβροχος, στεγανός, υδατοστεγής
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Mi campera impermeable me vino muy bien durante la lluvia de ayer. |
που καραδοκεί
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) El peligro acechante por avalancha provocó nerviosismo entre los habitantes de la montaña. Ο κίνδυνος της χιονοστιβάδας που καραδοκούσε άγχωνε τους κατοίκους του βουνού. |
που έχει σχήμα κύβου(matemática) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La roca era perfectamente cúbica. |
καταδικασμένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Su nuevo negocio estuvo condenado desde el principio. Το επιχειρηματικό του εγχείρημα ήταν καταδικασμένο απ' την αρχή. |
ευχάριστος στην ακοή
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
πυρίμαχος, πυράντοχος(σκεύος) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αφής
|
με εμφανείς ρίζες
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) En el medio del escudo se muestra un roble arrancado. |
αναποδογυρισμένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) La camiseta tiene el cuello invertido. |
ελαχιστοποιημένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Haz click en la ventana minimizada para agrandarla. |
διορατικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
τελικά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Finalmente decidió comprar el coche verde. Τελικά αποφάσισε να αγοράσει το πράσινο αυτοκίνητο. |
ακριβώς
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) El alumno siguió las instrucciones del profesor exactamente y constestó correctamente todas las preguntas. Ο μαθητής ακολούθησε πιστά τις οδηγίες του δασκάλου και βρήκε όλες τις απαντήσεις. |
προφανώς
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Aparentemente Jonah no fue a la conferencia: nadie lo vio allí. Ο Τζόνα προφανώς δεν παρακολούθησε το συνέδριο. Κανείς δεν τον είδε εκεί. |
αντίθετα, αντίστροφα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
τυχαία, απρογραμμάτιστα, συμπτωματικά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Los libros estaban organizados caprichosamente sobre la repisa. |
στιγμιαία
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) La imagen de la explosión se transmitió instantáneamente alrededor del mundo. |
διαγώνια
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Los esquís estaban agarrados diagonalmente al techo del auto. |
στην εξοχή, στην ύπαιθρο, στον καθαρό αέρα
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Como el tiempo estaba tan agradable decidimos cenar afuera. |
γυμνός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Al final dejó de usar pijama; ahora duerme desnuda. |
κατάστημα λιανικής πώλησης, κατάστημα λιανικής
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Muchos minoristas operan en centros de compra fuera de la ciudad. Πολλά καταστήματα (or: μαγαζιά) λειτουργούν πλέον σε εμπορικά κέντρα που βρίσκονται έξω από το κέντρο της πόλης. |
ενημέρωση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Se publica una actualización de los horarios cada 12 horas. |
κρούστα(cocina) (μαγειρική) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Comimos camarones gratinados y ensalada de espinaca en el almuerzo. |
έμφραγμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
στεγανοποίηση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
παραχώρηση πολιτικών δικαιωμάτων, χορήγηση πολιτικών δικαιωμάτων(πολιτική) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
σουκιγιάκι(γιαπωνέζικο φαγητό) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
ρόδα(σε λούνα πάρκ) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) El Ojo de Londres es una de las norias más altas del mundo. Το Μάτι του Λονδίνου είναι μια από τις υψηλότερες ρόδες του κόσμου. Η θέα που απολαύσαμε από την κορυφή μιας ρόδας ήταν φανταστική. |
ρόδα(λούνα παρκ) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αφοσίωση στις σπουδές
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
σκανδαλοθηρία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
μέθοδος αποτίμησης FIFO(siglas en inglés, contabilidad) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
μεταρρύθμιση(voz italiana) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
είμαι στο τιμόνι
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αναλαμβάνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Yo me ocupo mientras te tomas tu recreo. New: Θα κρατήσω εγώ το μαγαζί, για να πας τον γιο σου στον γιατρό. |
κάνω θραύση(figurado) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Arrasaron con su primer tema. |
παραιτούμαι(από το θρόνο) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) El Rey Eduardo VIII ascendió al trono en 1936 y abdicó más adelante en ese mismo año. |
περπατώ επιδεικτικά
Jasmine se contoneó por el pasillo. |
υποχωρώ, απομακρύνομαι(λόγω ντροπής) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) El gato huyó cuando traté de acariciar su cabeza. |
έχω χρήματα για κτ, έχω αρκετά χρήματα για κτ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) No podemos permitirnos una casa grande. Δεν έχουμε αρκετά χρήματα για μεγάλο σπίτι. |
ανακαινίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La empresa modernizó sus oficinas para darles un aspecto más moderno. Η εταιρεία ανακαίνισε τα γραφεία της για να αποκτήσει πιο μοντέρνο ύφος. |
περιθωριοποιώ, απομονώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Los fieles excluyeron a Jennifer cuando se enteraron de que era atea. |
τυχαιοποιώ(estadística) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αποκαλύπτω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ηγούμαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Eligieron a Rick para liderar la banda, quizás porque toca muy bien la batería. Διάλεξαν τον Ρικ να ηγείται της μπάντας, ίσως γιατί έπαιζε πολύ καλά ντραμς. |
γελοιοποιώ, διακωμωδώ(CL, coloquial) (καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Durante los años 1962 y 1963, un programa de la BBC columpiaba a los políticos en la televisión. |
λέω(figurado, coloquial) (κάτι σε κάποιον) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Eleanor no sabía por qué todos en la oficina celebraban, así le que le pidió a Julia que la desasnara. |
συνταξιοδοτώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Pensaron que se estaba haciendo mayor para el trabajo, así que lo jubilaron. |
αυξανόμενος
(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.) Los precios crecientes están causando problemas para la gente con menos ingresos. Οι αυξανόμενες τιμές των τροφίμων δημιουργούν προβλήματα σε όσους ανήκουν στις χαμηλότερες κατηγορίες εισοδήματος. |
τελικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Nuestro objetivo final siempre será erradicar el hambre. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Τα λάθη της Ούρσουλα κατέληξαν τελικά στην απόλυσή της. |
κατώτερος(άτομο, θέση) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ella está subordinada a su marido en todos los aspectos. Είναι κατώτερη από τον σύζυγό της σε όλα τα ζητήματα. |
ευρετικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
κοντός(pelo) (μαλλιά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) El pelo del teniente estaba corto y su ropa era inmaculada. |
είμαι διπλωμένος στα δύο(κυριολεκτικά) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Luego de una extraña tormenta de nieve de primavera los narcisos estaban doblados por el peso de la nieve. |
ετησίως(μία φορά το χρόνο) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) La gente mayor de 60 años debería hacerse el examen anualmente. Οι ενήλικες άνω των 60 καλό είναι να κάνουν το τεστ ετησίως. |
αμοιβαία
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Acordamos mutuamente los términos del nuevo contrato. |
έξω(όχι σε κτήριο) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Es estupendo estar fuera en un cálido día de primavera. |
καιρός είναι
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) "Voy a postularme para el trabajo." "¡Finalmente!" «Θα κάνω μια αίτηση εργασίας». «Καιρός ήταν!» |
εμπορική εταιρεία
La empresa era un minorista importante en el sector del perfume. |
σε σχέση με
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Junto a los otros hombres no parece tan bajito. Δεν φαίνεται τόσο κοντός συγκριτικά με τους άλλους άνδρες. |
πάω στα τσακίδια(coloquial) (προσβλητικό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Le dijo que desapareciera. Του είπε να πάει στα τσακίδια. |
σπαταλώ, σκορπάω, χαλώ, χαραμίζω, πετάω(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Sería una lástima que desperdicies tu talento sin hacer nada con él. Θα ήταν κρίμα να χαραμίσεις το ταλέντο σου με το να μην το αξιοποιήσεις. |
ακάλυπτος, γυμνός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Rachel llevaba un vestido veraniego, pero por la noche refrescó, así que se cubrió los hombros descubiertos con un chal. Η Ρέιτσελ φορούσε ένα καλοκαιρινό φόρεμα, το βραδάκι όμως είχε κρύο οπότε σκέπασε τους γυμνούς της ώμους με ένα σάλι. |
κυριολεκτικός, εμπεριστατωμένος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Los reporteros dieron una descripción literal de cómo eran las condiciones allí. Οι ρεπόρτερ έδωσαν μια εμπεριστατωμένη περιγραφή των εκεί συνθηκών. |
φαφλατάς, λογάς
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) ¡Ay! No le hagas caso a Harold cuando está de un humor charlatán. |
πιστός στο καθεστώς
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ενήμερος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) El tratamiento conlleva ciertos riesgos, y es nuestro deber hacer que la gente esté informada antes de que den su consentimiento. |
σχεδόν, οριακά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
αρχικά, πρώτα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Originalmente iba a conseguir un título en arte. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Αρχικώς σκόπευα να πάρω πτυχίο καλών τεχνών. |
ακμάζων
(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.) Tras la crisis, ahora estamos disfrutando de una economía alcista. Μετά την ύφεση, απολαμβάνουμε ανοδική οικονομία τώρα. |
οικονομικός(ρούχα, μαγαζιά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Las modelos desfilaron lo última en moda minorista. |
σύνολο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Toda la empresa estará allí para la ceremonia. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Ολάκερο το χωρίο πήγε στην εκκλησία. |
ελαιόχρωμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) A veces pinto con acuarelas, pero prefiero el óleo. |
παστέλ(pintura) (άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Mi cliente está interesado en comprar el retrato pastel. |
μαζί με
Katie va a ir con Nora. Η Κέιτι θα πάει μαζί με τη Νόρα. |
διαφωτίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Si estás interesado en este tema, este libro te instruiría. |
συνοδεύομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El jefe estaba flanqueado por dos de sus asesores de más confianza. |
διπλανός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Mis abuelos viven en la siguiente casa. Οι παππούδες μου ζουν στο διπλανό σπίτι. |
περισσότερο(από άλλους) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Al profesor le gusta más él. Η δασκάλα τον συμπαθεί περισσότερο (or: πιο πολύ) από όλους. |
όλοι μαζί
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Los estudiantes respondieron juntos. Οι μαθητές απάντησαν όλοι μαζί. |
κάτω(μεταφορικά: νότια) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Este año bajaremos a Italia para pasar las vacaciones. Φέτος θα πάμε για διακοπές κάτω στην Ιταλία. |
βασικό λειτουργικό άκρο, βασικό άκρο λειτουργίας(de objeto puntiagudo) (εργαλείου) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
έχει, δείχνει, παίζει(televisión) (η τηλεόραση, το ράδιο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Están dando tu programa favorito. Έχει (or: δείχνει) την αγαπημένη σου εκπομπή. |
πάνω
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Ellos están en Nueva York. Θα πάμε πάνω στη Θεσσαλονίκη για διακοπές. |
σταθερός(αγορά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Los mercados tuvieron una semana fuerte. |
ασυνάρτητος, ασύνδετος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) El erudito trata de utilizar lógica aleatoria como apoyo para sus argumentos. |
ψητός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Para su cumpleaños hizo carne asada y todos los vegetales que van con eso. |
πεθαμένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
τελικά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Finalmente se darán cuenta de que tienes razón. |
παρακάτω
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Por favor vea debajo para más información. |
απροκάλυπτα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) La nueva interna es abiertamente ambiciosa, dice que quiere un puesto gerencial. |
και(συνάμα) (σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.) Esto te hará sentir caliente y cómodo. |
φούρνου(σε γενική) (ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.) Prueba los fideos gratinados, están deliciosos. |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του al στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του al
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.