Τι σημαίνει το acostumbrarse στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης acostumbrarse στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του acostumbrarse στο ισπανικά.

Η λέξη acostumbrarse στο ισπανικά σημαίνει εγκλιματίζω κπ/κτ σε κτ, στρώνω, συνήθιζα να κάνω κτ, συνηθίζω να κάνω κτ, συνηθίζω, εξοικειώνω, εθίζω, εξοικειώνομαι με, κάνω κπ να συνηθίσει ξανά κτ, κάνω κπ να ξανασυνηθίσει κτ, εξοικειώνω κπ με κτ, κάνω κπ να προσαρμοστεί, εξοικειώνω κπ με κτ, εξοικειώνω, κάνω κπ να πάθει ανοσία σε κτ, εγκλιματίζω κπ σε κτ, προσαρμόζω κπ σε κτ, εξοικειώνω κπ με κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης acostumbrarse

εγκλιματίζω κπ/κτ σε κτ

στρώνω

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Matt doma caballos para las carreras.

συνήθιζα να κάνω κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Solía ir a la iglesia local cuando era joven.
Συνήθιζα να πηγαίνω στην εκκλησία της γειτονιάς όταν ήμουν νέος.

συνηθίζω να κάνω κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Los médicos no suelen hacer visitas a domicilio.

συνηθίζω

(irregular)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Él solía andar en bicicleta, ahora va en automóvil.
Συνήθιζε να πηγαίνει με το ποδήλατο, αλλά τώρα οδηγεί.

εξοικειώνω, εθίζω

(peyorativo)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La gente de Alaska está habituada al frío.

εξοικειώνομαι με

El entrenador de animales estaba trabajando para acostumbrar a los caballos a la gente.

κάνω κπ να συνηθίσει ξανά κτ, κάνω κπ να ξανασυνηθίσει κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εξοικειώνω κπ με κτ

La esposa estaba acostumbrada al frecuente adulterio de su marido.

κάνω κπ να προσαρμοστεί

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Al entrenador le llevó varios meses acostumbrar al joven defensor al equipo.

εξοικειώνω κπ με κτ

εξοικειώνω

(figurado) (κπ/κτ με κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Debes aclimatar a los gatos a un nuevo hogar si te mudas, dejándolos dentro de la casa por al menos dos días.

κάνω κπ να πάθει ανοσία σε κτ

locución verbal (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Trabajar como paramédico durante treinta años no acostumbró a Josh a ser testigo del dolor y la muerte.

εγκλιματίζω κπ σε κτ, προσαρμόζω κπ σε κτ

(συνήθως παθητική)

εξοικειώνω κπ με κτ

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του acostumbrarse στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.