O que significa ir em Grego?

Qual é o significado da palavra ir em Grego? O artigo explica o significado completo, a pronúncia junto com exemplos bilíngues e instruções sobre como usar ir em Grego.

A palavra ir em Grego significa πηγαίνω, πηγαίνω σε κτ, πάω σε κτ, κινούμαι, οδηγώ, πηγαίνω, θα κάνω κτ, πάω να κάνω κτ, πάω στο μπάνιο, πάω στην τουαλέτα, πάω, πάω, πηγαίνω, πάω σε κπ/κτ, πηγαίνω σε κπ/κτ, φτάνω, θα, προχωρώ, εξελίσσομαι, πηγαίνω, αλλάζω στρατόπεδο, πάω, πάω, πηγαίνω, πάω, πηγαίνω με κτ, περνάω, φεύγω, φεύγω, προχωράω, προχωρώ, εξερευνώ τα βάθη, πηδιέμαι, έρχομαι σε αντίθεση με, ξεπερνώ τα όρια, φαλιρίζω, απομακρύνομαι, φεύγω, εισβάλλω, σπρώχνω, ξεκινάω, ξεκινώ, συνεχίζω, πηγαίνω μπροστά, προχωρώ, φεύγω διακριτικά/κρυφά, ξεγλυστράω, απομακρύνομαι, φεύγω, αφήνω, παρατώ, πάω πιο γρήγορα, πετάω, βγαίνω, φεύγω, αποχωρώ, οδηγώ προς τα εμπρός, τραβάω το δρόμο μου, φεύγω διακριτικά, ξεγλιστράω, πηγαίνω για ύπνο, πηγαίνω στο κρεβάτι, περνάω, περνώ, συζητώ, καταρρέω, γκρεμίζομαι, αποτυγχάνω, την κάνω, πηγαίνω κτ ίσια, πηγαίνω κτ μπροστά, πηγαίνω με πόρνες, πηγαίνω σε πόρνες, πηγαίνω σε οίκο ανοχής, ανθώ, ανθίζω, την κάνω, του δίνω, φεύγω, ψάχνω εξονυχιστικά, ερευνώ εξονυχιστικά, βλέπω, φεύγω, γλεντάω, λυγίζω, σε κίνηση, δεν θα, κάντο!, πορεύσου εν ειρήνη, άι στο διάολο, άι στο διάβολο, την κάνω, φεύγω, κλάμπινγκ, τελευταίο βραδινό ποτό, άδεια εξόδου στη στεριά, σακούλα μαγειρέματος, σακούλα μαγειρικής, κλάμπινγκ, πήγαιν' έλα, πηγαινέλα, επιτίθεμαι σε κπ, πάω από το κακό στο χειρότερο, φέρνω, πάω σπίτι, πηγαίνω σπίτι, πάω ένα βήμα παραπέρα, πάω για ύπνο, πάω να κοιμηθώ, φτάνω στα άκρα, ξεκινάω πόλεμο, πάω χαμένος, κατευθύνομαι προς κτ, πάω κατευθείαν σε κτ, τα καταφέρνω, πάω κόντρα στο ρεύμα, ακολουθώ, πηγαινοέρχομαι, παρίσταμαι στο δικαστήριο, παίρνω κάτι με το μαλακό, πάω για ψάρεμα, πάω για κυνήγι, πάω ταξίδι, ταξιδεύω, αλλάζω κατεύθυνση, πάω στην εκκλησία, πηγαίνω στην εκκλησία, παίρνω την κάτω βόλτα, πάω στην τουαλέτα, πάω στην τουαλέτα. Para saber mais, veja os detalhes abaixo.

Ouça a pronúncia

Significado da palavra ir

πηγαίνω

(partir)

É melhor você ir. Está ficando tarde.
Καλύτερα να φύγεις. Είναι αργά.

πηγαίνω σε κτ, πάω σε κτ

(viajar)

Eu vou para Londres neste verão. Anne foi a Itália nas férias do ano passado. Roberto vai ao mercado todo domingo de manhã.
Θα πάω στο Λονδίνο φέτος το καλοκαίρι. // Η Αν πήγε στην Ιταλία για διακοπές πέρυσι. // Ο Ρόμπερτ πάει κάθε Σάββατο πρωί στην αγορά.

κινούμαι

O trem estava indo em velocidade máxima. A eletricidade vai pelos fios.
Το τρένο έτρεχε με τη μέγιστη ταχύτητά του.

οδηγώ

Estas escadas vão ao sótão.
Αυτές οι σκάλες πάνε στη σοφίτα.

πηγαίνω

(transcorrer, acontecer)

O casamento foi muito bom, obrigado.
Ο γάμος πήγε πολύ καλά, ευχαριστώ.

θα κάνω κτ

(futuro) (μέλλοντας)

Eu vou ser médico.
Ο Τζέικ θα καθαρίσει το μπάνιο αργότερα.

πάω να κάνω κτ

Jake foi afastar um cabelo da bochecha de Leah, mas naquele momento ela se virou.

πάω στο μπάνιο, πάω στην τουαλέτα

(partir)

Com licença. Tenho que ir. Há um banheiro por perto?

πάω

Um quarto da renda deles vai para comida.

πάω, πηγαίνω

A casa dele foi para o filho mais velho, o conteúdo para o caçula.

πάω σε κπ/κτ, πηγαίνω σε κπ/κτ

E o Oscar vai para Steve McQueen!

φτάνω

A nossa propriedade estende-se por todo o caminho até o rio.
Το κτήμα μας φτάνει μέχρι κάτω στο ποτάμι.

θα

(futuro)

Quem vai pagar as contas enquanto você estiver fora?
Ποιος θα πληρώνει τους λογαριασμούς όσο θα λείπεις;

προχωρώ, εξελίσσομαι

(mover, avançar) (μεταφορικά)

Até ontem, tudo estava indo muito bem. Estávamos indo a cerca de 30 km/h.
Μέχρι χθες, τα πράγματα εξελίσσονταν αρκετά καλά. Προχωράμε με περίπου 30 μίλια την ώρα.

πηγαίνω

αλλάζω στρατόπεδο

(mudar de lado) (μεταφορικά)

Smith pediu demissão do governo e foi para a oposição.
Ο Σμιθ παραιτήθηκε από την κυβέρνηση και άλλαξε στρατόπεδο προσχωρώντας στην αντιπολίτευση.

πάω

(καταφέρνω)

Como você está indo nesse projeto? Parece que você está se saindo bem com o dever de casa.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Πώς τα πας με το έργο;

πάω, πηγαίνω

(bem ou mal)

A cidade não foi bem durante a seca e precisa de ajuda para enfrentar o inverno.
Η πόλη δεν τα πήγε καλά κατά τη διάρκεια της ξηρασίας και χρειάζεται λίγη βοήθεια για να τα βγάλει πέρα τον χειμώνα.

πάω

(επιδόσεις, πρόοδος)

Como seus filhos estão indo na escola? Eu não fui bem na escola.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Πώς τα πάνε τα παιδιά σου στο σχολείο;

πηγαίνω με κτ

(de bicicleta)

Ele anda de bicicleta todos os dias.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Πηγαίνει καθημερινά με το ποδήλατο στο σχολείο.

περνάω

(percurso) (από κάπου)

A autoestrada estende-se ao longo do vale.

φεύγω

(tempo: passar) (χρόνος)

Os fins de semana se vão muito rápido.
Τα Σαββατοκύριακα περνούν πολύ γρήγορα.

φεύγω

(figurado, morrer) (ευφημισμός)

Ele se foi logo após a meia-noite, com a sua mulher ao seu lado.

προχωράω, προχωρώ

(μεταφορικά ή κυριολεκτικά)

εξερευνώ τα βάθη

(με γενική)

πηδιέμαι

(gíria) (αργκό)

Ele queria transar, mas ela disse não.

έρχομαι σε αντίθεση με

ξεπερνώ τα όρια

φαλιρίζω

(καθομιλουμένη)

Ela perdeu o emprego depois que a companhia faliu.

απομακρύνομαι

Ο γέρος σταμάτησε και αντάλλαξε μερικούς χαιρετισμούς και σχόλια για τον καιρό με τους κατοίκους του χωριού και μετά απομακρύνθηκε.

φεύγω

(a pé) (περπατώντας)

εισβάλλω, σπρώχνω

Eu estava parado no ponto de ônibus quando um idiota chocou-se contra mim e me derrubou no chão.
Στεκόμουν στη στάση λεωφορείου όταν ένας ηλίθιος με έσπρωξε και με ξάφνιασε πολύ.

ξεκινάω, ξεκινώ

O exército avançou e lutou contra os romanos.

συνεχίζω

(με κάτι)

πηγαίνω μπροστά, προχωρώ

Não se esqueça de que os relógios serão adiantados esta noite.

φεύγω διακριτικά/κρυφά, ξεγλυστράω

(ir embora discretamente, escapar)

απομακρύνομαι

Eu tive de me afastar ou acabaria os xingando.
Έπρεπε να απομακρυνθώ, διαφορετικά θα κατέληγα να τους βρίσω.

φεύγω, αφήνω, παρατώ

(figurado, trabalho)

πάω πιο γρήγορα

(figurado)

Você pode acelerar um pouco? Tem pessoas esperando atrás de você.
Θα μπορούσες σε παρακαλώ να κάνεις λίγο πιο γρήγορα; Υπάρχουν άνθρωποι που περιμένουν μετά από εσένα.

πετάω

(de avião)

Voamos para São Francisco no verão passado.

βγαίνω

Quando o alarme de incêndio soou, todos foram embora pelas saídas de emergência.
Όταν ακούστηκε ο συναγερμός πυρκαγιάς όλοι βγήκαν απ' τις εξόδους κινδύνου.

φεύγω

(figurado) (ευφημ: πεθαίνω)

αποχωρώ

As malas de Tim estão arrumadas e ele está pronto para partir.
Οι βαλίτσες του Τιμ είναι φτιαγμένες και είναι έτοιμος να φύγει.

οδηγώ προς τα εμπρός

τραβάω το δρόμο μου

O policial mandou os garotos seguirem.
Ο αξιωματικός είπε στα αγόρια να τραβήξουν τον δρόμο τους.

φεύγω διακριτικά, ξεγλιστράω

(ir embora rápida e quietamente)

πηγαίνω για ύπνο, πηγαίνω στο κρεβάτι

Está ficando muito tarde, vou deitar.
Έχει πάει αργά και θα πάω για ύπνο.

περνάω, περνώ

Ela ultrapassou a fronteira.

συζητώ

É uma história longa, não vamos entrar nisso agora.
Είναι μεγάλη ιστορία. Ας μην το συζητήσουμε τώρα.

καταρρέω, γκρεμίζομαι

(figurado) (μεταφορικά)

O empreendimento naufragou quando o mercado ruiu.
Η προσπάθεια απέτυχε όταν στέρεψε η αγορά.

αποτυγχάνω

(figurado)

O sindicato convocou uma greve depois das negociações sobre os benefícios de aposentadoria fracassarem.
Το συνδικάτο κήρυξε απεργία αφού απέτυχαν οι συνομιλίες για τα επιδόματα συνταξιοδότησης.

την κάνω

(αργκό, μεταφορικά)

πηγαίνω κτ ίσια, πηγαίνω κτ μπροστά

πηγαίνω με πόρνες, πηγαίνω σε πόρνες, πηγαίνω σε οίκο ανοχής

(BRA)

ανθώ, ανθίζω

(μεταφορικά)

Os negócios na nova loja de bolos estão prosperando.
Οι δουλειές στο νέο μαγαζί με τις τούρτες πάνε καλά.

την κάνω, του δίνω

(αργκό)

φεύγω

ψάχνω εξονυχιστικά, ερευνώ εξονυχιστικά

βλέπω

(consultar)

Eu preciso ver (or: ir a) o médico.
Πρέπει να δω έναν γιατρό.

φεύγω

Ela se foi sem dizer uma palavra.

γλεντάω

Tudo que ela faz é festejar e dormir.

λυγίζω

(BRA, aeronáutica) (έλεγχος κλίσης αεροσκάφους: φτερό)

σε κίνηση

(figurado, informal, pessoa agitada)

Meus filhos nunca ficam parados! Estão sempre indo para cima e para baixo. Estou tão ocupado o dia inteiro; estou indo para cima e para baixo de manhã até a noite.
Είμαι πολύ απασχολημένη όλη την ημέρα. Είμαι στο πόδι από την ανατολή έως τη δύση του ηλίου.

δεν θα

κάντο!

Quer comprar um carro novo? Vai fundo!

πορεύσου εν ειρήνη

άι στο διάολο, άι στο διάβολο

(αγενές, προσβλητικό)

Vá para o inferno! Você me dá nojo!

την κάνω

(eu tenho de ir agora)

φεύγω

(BRA)

Eu sei que estou atrasado para o almoço. Estou saindo agora!
Ξέρω πως έχω αργήσει για το μεσημεριανό, φεύγω τώρα!

κλάμπινγκ

(καθομιλουμένη)

τελευταίο βραδινό ποτό

άδεια εξόδου στη στεριά

σακούλα μαγειρέματος, σακούλα μαγειρικής

κλάμπινγκ

(καθομιλουμένη)

πήγαιν' έλα, πηγαινέλα

(aparecendo e sumindo) (ανεπίσημο, καθομιλουμένη)

επιτίθεμαι σε κπ

Os dois boxeadores foram com fúria um contra o outro.

πάω από το κακό στο χειρότερο

Desde que comprei aquele livro de autoajuda minha vida tem ido de mal a pior.

φέρνω

Você poderia ir pegar a bolsa que deixei lá no carro?

πάω σπίτι, πηγαίνω σπίτι

A festa acabou, está na hora de ir para casa.
Το πάρτι τελείωσε, είναι ώρα να πάω σπίτι.

πάω ένα βήμα παραπέρα

(μεταφορικά)

Esse ano, a equipe foi um passo adiante e ganhou ambas as competições da compra nacional.

πάω για ύπνο, πάω να κοιμηθώ

Já passou da meia noite e é minha hora de ir para a cama.
Είναι περασμένα μεσάνυχτα και είναι ώρα να πάω για ύπνο.

φτάνω στα άκρα

Atletas de ponta são preparados para ir a extremos para conquistar o sucesso.

ξεκινάω πόλεμο

A Grã-Bretanha foi à guerra contra a Alemanha em 1914.

πάω χαμένος

(desperdiçar)

Um novo estudo mostrou que 50 porcento da comida do mundo vai para o lixo.
Μια νέα μελέτη ανακάλυψε ότι το 50 τις εκατό της τροφής παγκοσμίως πάει χαμένο.

κατευθύνομαι προς κτ

πάω κατευθείαν σε κτ

τα καταφέρνω

Em Hollywood, uma nomeação ao Oscar é um sinal de que você alcançou o sucesso.
Στο Χόλυγουντ, μια υποψηφιότητα για Όσκαρ είναι ένδειξη ότι τα έχεις καταφέρει.

πάω κόντρα στο ρεύμα

(μεταφορικά)

ακολουθώ

Eu abro caminho pela selva. Tu segues atrás.

πηγαινοέρχομαι

(andar de um lado para outro)

Durante o recesso, os alunos têm permissão para ir e vir o quanto quiserem.

παρίσταμαι στο δικαστήριο

παίρνω κάτι με το μαλακό

(usar, utilizar moderadamente) (μεταφορικά)

πάω για ψάρεμα

πάω για κυνήγι

πάω ταξίδι, ταξιδεύω

αλλάζω κατεύθυνση

(tomar rumo diferente)

πάω στην εκκλησία, πηγαίνω στην εκκλησία

παίρνω την κάτω βόλτα

(deteriorar, piorar) (μεταφορικά)

πάω στην τουαλέτα

πάω στην τουαλέτα

(usar o vaso sanitário)

Vamos aprender Grego

Então, agora que você sabe mais sobre o significado de ir em Grego, você pode aprender como usá-los através de exemplos selecionados e como lê-los. E lembre-se de aprender as palavras relacionadas que sugerimos. Nosso site está em constante atualização com novas palavras e novos exemplos para que você possa pesquisar o significado de outras palavras que não conhece em Grego.

Você conhece Grego

O grego é uma língua indo-européia, falada na Grécia, oeste e nordeste da Ásia Menor, sul da Itália, Albânia e Chipre. Tem a história mais longa registrada de todas as línguas vivas, abrangendo 34 séculos. O alfabeto grego é o principal sistema de escrita para escrever grego. O grego tem um lugar importante na história do mundo ocidental e do cristianismo; A literatura grega antiga teve obras extremamente importantes e influentes na literatura ocidental, como a Ilíada e a Odýsseia. O grego é também a língua em que muitos textos são fundamentais na ciência, especialmente na astronomia, matemática e lógica, e na filosofia ocidental, como os de Aristóteles. O Novo Testamento na Bíblia foi escrito em grego. Esta língua é falada por mais de 13 milhões de pessoas na Grécia, Chipre, Itália, Albânia e Turquia.