Τι σημαίνει το water spinach στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης water spinach στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του water spinach στο Αγγλικά.

Η λέξη water spinach στο Αγγλικά σημαίνει νερό, νερό, ποτήρι νερό, ποτίζω, νερο-, νερό, νερό, νερά, νερό, νερό με κτ, νερά, βγάζω υγρό, δακρύζω, ποτίζω, ψάρι έξω από το νερό, -, aqua-aerobics, μπρατσάκια, εκεί που σκάει το κύμα, νερό στη μπανιέρα, σεντινόνερα, αερολογία, κενολογία, λύματα τουαλέτας, αιματουρία, αιμοσφαιρινουρία, Το αίμα νερό δεν γίνεται., θαλάσσιος, μάζα νερού, οδηγία για μολυσμένο νερό, βραστό νερό, μπουκάλι νερό, εμφιαλωμένο νερό, δια θαλάσσης, με καράβι, ανθρακούχο νερό, κρύο νερό, βρέξει χιονίσει, ότι και να γίνει, μοκασίνος, δάφνια, δαφνία, αποτυχημένος, βαθιά νερά, βαθέα ύδατα, ακάθαρτο νερό, βρομόνερο, αποσταγμένο νερό, ραβδοσκόπος, πόσιμο νερό, σταγόνα νερού, απολιθωμένο νερό, γλυκό νερό, υπόγεια ύδατα, υπόγεια νερά, σκληρό νερό, θερμοσίφωνο, βαρύ ύδωρ, υψηλότερη στάθμη ύδατος, γραμμή ανώτατης στάθμης, απόγειο, περιέχω νερό, ισχύω, αγιασμός, ζεστό νερό, θερμοφόρα, παγωμένο νερό, νερό με παγάκια, σε μπελάδες, μπαίνω σε μπελά, μπαίνω σε μπελάδες, ιρλανιδκό σπάνιελ, τα βγάζω πέρα, έξω από τα νερά μου, ασβεστόνερο, νερό, άμπωτη, ουρώ, μπάζω νερά, μου τρέχουν τα σάλια, μεταλλικό νερό, νεροπουλάδα, ανοικτή θάλασσα, ανοικτής θαλάσσης, απιονισμένο νερό, μη επεξεργασμένο νερό, κατακράτηση, ροδόνερο, αγριεμένη θάλασσα, νερό βρύσης, πόσιμο νερό, αλατόνερο, αλατόνερο, θαλασσινό νερό, ανθρακούχο νερό, ρηχό νερό, ανθρακούχο νερό, μαλακό νερό, ανθρακούχο νερό, νερό πηγής, λιμνάζοντα ύδατα, στάσιμο νερό, στάσιμα νερά, μεταλλικό νερό, όμβρια, νερό της βρύσης, χαλάω, κολώνια, μεταλλικό νερό, τόνικ, κρατώ το κεφάλι μου πάνω από την επιφάνεια του νερού κουνώντας τα άκρα, πασχίζω, προσπαθώ, μοχθώ χωρίς αποτέλεσμα, απόνερα, μπαλόνι με νερό, υδατόλουτρο, υδρόβιο σκαθάρι, βραστήρας, μπουκάλι του νερού, θερμοφόρα, διανομέας νερού, αυτός που ποτίζει τα ζώα, νεροβούβαλος, υδρόβιο έντομο, βαρέλι συλλογής βρόχινου νερού. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης water spinach

νερό

noun (liquid)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Don't step in the water!
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Οι κατακτητές επιζητούσαν γη και ύδωρ.

νερό

noun (drink)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Waiter, please bring us some water.
Μπορείς να μας φέρεις λίγο νερό;

ποτήρι νερό

noun (glass of water)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Waiter, please bring us three waters.
Γκαρσόν, μπορείς να μας φέρεις τρία νερά;

ποτίζω

transitive verb (irrigate)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I need to water the plants.
Πρέπει να ποτίσω τα φυτά.

νερο-

adjective (relating to water)

Can you get the water bottle for me?

νερό

noun (rain)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
After the storm, there were puddles of water everywhere.

νερό

noun (contents of a river, ocean)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I'm going swimming in the water. Are you coming?

νερά

noun (tide)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
The water is rising. Let's move our beach towels.

νερό

noun (surface of a lake, pond)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Look how smooth the water is in the morning.

νερό με κτ

noun (a liquid solution)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Some people say you should drink sugar water when you are ill.

νερά

plural noun (territorial)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
We are in French waters now.

βγάζω υγρό

intransitive verb (discharge)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The sore on Fred's leg started watering.

δακρύζω

intransitive verb (secrete)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Alison's eyes started to water.

ποτίζω

transitive verb (animals)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
You need to feed and water the horses.

ψάρι έξω από το νερό

noun (figurative ([sb] in unfamiliar place, situation) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Although a fantastic football player, he was a fish out of water on the golf course.

-

adverb (figurative (financially solvent) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
In this economy, many families have trouble staying above water after paying all of their monthly expenses.
Μ' αυτή την οικονομική κατάσταση, πολλές οικογένειες δυσκολεύονται να τα βγάλουν πέρα όταν εξοφλήσουν τις μηνιαίες δαπάνες τους.

aqua-aerobics

plural noun (exercises in water)

Aqua-aerobics is a low-impact form of exercise.

μπρατσάκια

plural noun (flotation aids worn on arms)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
I put my little girl's armbands on so that she could splash about in the pool.

εκεί που σκάει το κύμα

adverb (on the bank or shore) (θάλασσα)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
We strolled at the water's edge, picking up shells.

νερό στη μπανιέρα

noun (water in a bathtub)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
He was so incredibly dirty after the hike that the bath water was literally black after he bathed. .

σεντινόνερα

noun (dirty or stagnant water) (για πλοίο)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
The bilge needs to be pumped out so that the ship does not end up sinking.

αερολογία, κενολογία

noun (informal, figurative (drivel: worthless talk)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

λύματα τουαλέτας

noun (waste water from toilets, etc.)

αιματουρία, αιμοσφαιρινουρία

noun (disease)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

Το αίμα νερό δεν γίνεται.

expression (figurative (family relationships are strongest) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Neil will always support his brother's position on this matter because blood is thicker than water.

θαλάσσιος

adjective (seagoing)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I only sail on inland rivers and lakes, never on blue waters.

μάζα νερού

noun (lake, ocean, etc.)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He was ready to take his canoe to any body of water within a five mile radius.

οδηγία για μολυσμένο νερό

noun (water contamination warning) (δεν είναι πόσιμο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

βραστό νερό

noun (water: heated)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
There was a pan of boiling water on top of the stove.

μπουκάλι νερό

noun (water in container)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
When hiking in the tropics, take a large bottle of water with you.

εμφιαλωμένο νερό

noun (in containers)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
I cannot taste the difference between bottled water and tap water.

δια θαλάσσης, με καράβι

adverb (via boat, ship)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
It takes a long time to travel to Australia by water.
Παίρνει πολύ χρόνο να ταξιδέψεις στην Αυστραλία δια θαλάσσης.

ανθρακούχο νερό

noun (fizzy water, soda)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κρύο νερό

noun (water: not hot) (κυριολεκτικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The football team poured cold water on the coach's head.

βρέξει χιονίσει, ότι και να γίνει

adverb (whatever the difficulties)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Come hell or high water, I am going to finish this marathon.

μοκασίνος

noun (reptile: venomous snake) (φίδι)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

δάφνια, δαφνία

noun (tiny freshwater crustacean)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

αποτυχημένος

expression (figurative (failed, no longer viable)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

βαθιά νερά

noun (water of great depth)

βαθέα ύδατα

noun (area of ocean)

ακάθαρτο νερό, βρομόνερο

noun (water which is unclean)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The students refused to drink the dirty water from the school water fountain.

αποσταγμένο νερό

noun (chemically-purified water) (χημικώς εξαγνισμένο νερό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
You need to use distilled water when topping up the battery.

ραβδοσκόπος

noun ([sb]: locates water)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

πόσιμο νερό

noun (water that is safe to drink) (νερό ασφαλές για πόση)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The pioneers only settled in areas where they could find safe drinking water.

σταγόνα νερού

noun (figurative (water: small amount)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

απολιθωμένο νερό

noun (water trapped underground) (μτφ: γεωλογία)

γλυκό νερό

noun (water that is not salty)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
I only swim in fresh water. Perch is strictly a freshwater fish.
Κολυμπάω μόνο σε γλυκό νερό. Η πέρκα είναι αποκλειστικά ψάρι του γλυκού νερού.

υπόγεια ύδατα, υπόγεια νερά

noun (water beneath the soil)

The state passed several new regulations to prevent the contamination of groundwater.

σκληρό νερό

noun (water with high mineral content)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
If you live in a hard water area you will get lime deposits in your kettle.

θερμοσίφωνο

noun (boiler)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Melanie hired a plumber to fix the broken water heater.
Η Μέλανι προσέλαβε έναν υδραυλικό για να της φτιάξει τον χαλασμένο θερμοσίφωνα.

βαρύ ύδωρ

noun (in nuclear reactors) (χημεία)

Heavy water is an ingredient used in reactors to convert uranium into plutonium.

υψηλότερη στάθμη ύδατος

noun (water at greatest elevation)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

γραμμή ανώτατης στάθμης

noun (sea, river: highest level)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The high-water mark is easy to identify on a beach by a line of debris such as seaweed.

απόγειο

noun (figurative (achievement)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The end of the second century was the high-water mark of the Roman Empire.

περιέχω νερό

(contain water)

ισχύω

verbal expression (figurative (ideas, arguments: make sense, sound)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

αγιασμός

noun (water blessed by a priest)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Holy water is said to have miraculous healing powers.

ζεστό νερό

noun (heated water)

Hot water is better than cold water for taking a bath.

θερμοφόρα

noun (rubber container for heated water)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
On cold winter nights I tuck a hot water bottle under the blankets to warm my feet.

παγωμένο νερό

noun (melted ice)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
When the snows melt in spring, the rivers are swollen with ice water.

νερό με παγάκια

noun (drinking water served with ice)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I would like a glass of ice water to cool me down.

σε μπελάδες

expression (figurative, informal (in trouble)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μπαίνω σε μπελά, μπαίνω σε μπελάδες

expression (figurative (in trouble)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He found himself in hot water for being late for work.

ιρλανιδκό σπάνιελ

noun (breed of dog) (ράτσα σκύλου)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

τα βγάζω πέρα

verbal expression (figurative (be financially stable)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

έξω από τα νερά μου

adverb (out of place, out of one's element)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I always feel like a fish out of water at formal gatherings.

ασβεστόνερο

noun (solution of slaked lime)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

νερό

noun (water in its fluid form)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

άμπωτη

noun (sea's tide at lowest elevation)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
At low tide, you can see a wrecked ship sticking out of the sand.
Στην άμπωτη, μπορείς να δεις ένα ναυάγιο να ξεπροβάλλει από την άμμο.

ουρώ

(UK (urinate)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

μπάζω νερά

(nautical: let in water) (σκάφος)

μου τρέχουν τα σάλια

verbal expression (informal (food: look appetizing) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The smell of that steak on the grill is making my mouth water.
Η μπριζόλα μυρίζει τόσο ωραία που μου τρέχουν τα σάλια.

μεταλλικό νερό

noun (drinking water containing minerals)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The tap water is safe but I prefer to drink mineral water.

νεροπουλάδα

noun (marsh bird)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ανοικτή θάλασσα

noun (unenclosed area of water)

ανοικτής θαλάσσης

noun as adjective (swimming: in unenclosed waters)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Lisa is taking part in an open-water swimming event.

απιονισμένο νερό

noun (water treated to remove impurities)

When travelling in the desert, it's good policy to drink only purified water as many wells are polluted.

μη επεξεργασμένο νερό

noun (water that is unpurified)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

κατακράτηση

noun (bodily fluids: not excreting) (νερού, ύδατος, υγρών)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Dandelion tea is supposed to help if you suffer from water retention.

ροδόνερο

noun (perfume, flavoring)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αγριεμένη θάλασσα

noun (often plural (stormy or turbulent sea)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The rough waters were making even the seasoned sailors seasick.
Η αγριεμένη θάλασσα έκανε ακόμη και τους σκληραγωγημένους ναυτικούς να νιώθουν ναυτία.

νερό βρύσης

noun (water available on tap)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
People who don't have running water have to rely on wells for their water supply.

πόσιμο νερό

noun (water that is drinkable) (κατάλληλο για κατανάλωση)

Safe water is one of the greatest public health needs in Africa.

αλατόνερο

noun (water with high salt content)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Chesapeake Bay is a mix of fresh water from the rivers and salt water from the ocean. This fish only lives in salt water.

αλατόνερο

noun (saline solution)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
My dentist recommended I gargle with salt water after my extraction.

θαλασσινό νερό

noun (salt water from the ocean)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

ανθρακούχο νερό

noun (fizzy mineral water)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

ρηχό νερό

noun (water of little depth) (συνήθως πληθυντικός)

ανθρακούχο νερό

noun (drink: fizzy water)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Would you like soda water in your whisky? Soda water instead of milk in the recipe will make your pancakes light and fluffy.

μαλακό νερό

noun (water with low calcium content)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ανθρακούχο νερό

noun (effervescent drinking water)

You can buy imported sparkling water in litre bottles.

νερό πηγής

noun (water from natural underground source)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Spring water is inexpensive in Alaska.

λιμνάζοντα ύδατα, στάσιμο νερό

noun (water: non-flowing)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Stagnant water is a breeding ground for mosquitoes.

στάσιμα νερά

noun (still water that has stagnated)

μεταλλικό νερό

noun (mineral water without bubbles)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I prefer still water to carbonated.

όμβρια

noun (accumulated rainwater) (σε μεγάλες ποσότητες)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)

νερό της βρύσης

noun (drinking water from a faucet)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Would you like bottled water or tap water?
Θα ήθελες εμφιαλωμένο ή νερό βρύσης;

χαλάω

verbal expression (figurative (be discouraging)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
They threw cold water on her plan.

κολώνια

noun (eau de cologne)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μεταλλικό νερό, τόνικ

noun (drink: carbonated water)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I'd like a large tonic water with a slice of lemon, please.

κρατώ το κεφάλι μου πάνω από την επιφάνεια του νερού κουνώντας τα άκρα

verbal expression (keep head above water by moving limbs)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Beginners' swimming lessons include teaching students how to tread water.

πασχίζω, προσπαθώ, μοχθώ χωρίς αποτέλεσμα

verbal expression (figurative (exert energy without making progress) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
We're treading water until the Euro/Pound exchange rate improves. I'm just treading water now because I don't know how to progress.
Προσπαθούμε μέχρι να βελτιωθεί η ισοτιμία Ευρώ - Λίρας. Απλά προσπαθώ γιατί δεν ξέρω πως να κάνω πρόοδο.

απόνερα

noun (used water) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Treatment of the wastewater begins in the septic tank.

μπαλόνι με νερό

noun (rubber balloon filled with water)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

υδατόλουτρο

noun (system of temperature control)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

υδρόβιο σκαθάρι

noun (aquatic insect)

βραστήρας

noun (water-heating system)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

μπουκάλι του νερού

noun (container that holds drinking water)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I always recycle my water bottles.
Πάντα ανακυκλώνω τα μπουκάλια του νερού.

θερμοφόρα

noun (rubber container for hot water)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
When I was little and got an ear ache, my mother had me lay my ear on a hot water bottle.
Όταν ήμουνα μικρός και πόναγε το αυτί μου η μητέρα μου με έβαζε να ξαπλώσω με το αυτί μου πάνω σε μια θερμοφόρα.

διανομέας νερού

noun (for sports team)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

αυτός που ποτίζει τα ζώα

noun ([sb] who gives water to animals)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

νεροβούβαλος

noun (large Asian ox)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

υδρόβιο έντομο

noun (aquatic insect)

βαρέλι συλλογής βρόχινου νερού

noun (barrel for collecting rainwater)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του water spinach στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του water spinach

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.