Τι σημαίνει το vinna στο Ισλανδικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης vinna στο Ισλανδικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του vinna στο Ισλανδικό.
Η λέξη vinna στο Ισλανδικό σημαίνει εργασία, δουλεύω, έργο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης vinna
εργασίαnounfeminine Undir stjórn kommúnista urðu allir að vinna veraldlega vinnu. Υπό την κομμουνιστική διακυβέρνηση, όλοι έπρεπε να έχουν κάποια κοσμική εργασία. |
δουλεύωverb Ég vil ekki að vinna við þessar aðstæður. Δε θέλω να δουλεύω υπό αυτές τις συνθήκες. |
έργοnounneuter Mikil vinna var lögð í að láta starfið teygja sig til annarra landa. Έγιναν μεγάλες προσπάθειες για να επεκταθεί το έργο σε άλλες χώρες. |
Δείτε περισσότερα παραδείγματα
En þegar þau starfa öll saman til að úr verði mælt mál vinna þau eins og fingur á reyndum vélritara eða konsertpíanóleikara. Αλλά όταν συνδυάζονται όλα μαζί για να παράγουν ομιλία, τότε λειτουργούν όπως τα δάχτυλα μιας έμπειρης δακτυλογράφου και ενός βιρτουόζου πιανίστα. |
(Hebreabréfið 13:7) Sem betur fer ríkir góður samstarfsandi í flestum söfnuðum og það er ánægjulegt fyrir öldungana að vinna með þeim. (Εβραίους 13:7) Ευτυχώς, οι περισσότερες εκκλησίες έχουν θαυμάσιο, συνεργατικό πνεύμα, και οι πρεσβύτεροι χαίρονται να συνεργάζονται μ’ αυτές. |
Listamađur hættir aldrei ađ vinna. Ένας καλλιτέχνης δεν σταματάει ποτέ να δουλεύει. |
Ég hafði verk að vinna Είχα δουλειές |
Þeir jórtra fæðuna, vinna úr henni nauðsynleg næringarefni og byggja upp fituforða líkamans. Þannig nýta þeir fæðuna sem best. Αξιοποιούν πλήρως την τροφή τους χωνεύοντάς την σε ένα στομάχι με τέσσερις θαλάμους, εξάγοντας τα αναγκαία θρεπτικά συστατικά και συσσωρεύοντας λίπος. |
3 Páll vissi að kristnir menn yrðu hver og einn að leggja sig fram um að stuðla að einingu til að geta haldið áfram að vinna vel saman. 3 Ο Παύλος αντιλαμβανόταν ότι, για να συνεχίσουν οι Χριστιανοί να συνεργάζονται αρμονικά, πρέπει ο καθένας τους να καταβάλλει ένθερμη προσπάθεια για την προώθηση της ενότητας. |
Jafnvel þeir sem hafa andstæðar skoðanir vinna oft saman. Ακόμη και εκείνοι που έχουν αντίθετες απόψεις συνήθως εργάζονται μαζί. |
Ég tekst á við sjúkdóminn með því að vinna með læknunum og öðrum sérfræðingum, styrkja tengslin við fjölskyldu og vini og með því að taka eitt skref í einu.“ Έτσι λοιπόν, συνεργαζόμενη με την ιατρική ομάδα που με παρακολουθεί, καλλιεργώντας σχέσεις με τους άλλους και αντιμετωπίζοντας την κάθε στιγμή ξεχωριστά, καταφέρνω να τα βγάζω πέρα». |
Þar með sýnum við að við erum að vinna að því sem við biðjum um í bænum okkar. Κάνοντας τέτοιες ενέργειες θα δείξουμε ότι εργαζόμαστε σε αρμονία με τις προσευχές μας. |
Ef svo er skaltu byrja strax að vinna að því markmiði. Αν ναι, αρχίστε να κάνετε τώρα πρακτικά βήματα για να πετύχετε αυτόν τον στόχο. |
Vinna, heimilisstörf, skóli, heimaverkefni og margar aðrar skyldur taka þar að auki allar sinn tíma. Επιπλέον, είμαστε πολυάσχολοι καθώς φροντίζουμε για την εργασία μας, για τις δουλειές στο σπίτι ή για τα μαθήματα του σχολείου, και για πολλές άλλες ευθύνες που όλες απαιτούν χρόνο. |
Ef ekki er hægt ađ ljúka henni innan 12 tíma tapast margra ára vinna. Αν δεν το ολοκληρώσω σε 12 ώρες, χρόνια έρευνας πάνε χαμένα. |
Gott húsnæði og ánægjuleg vinna. Άνετα σπίτια και ικανοποιητική εργασία. |
Ég á ađ vera ađ vinna í James og hans liđi. Υποτίθεται ότι παρακολουθούσα τον Τζέιμς και τους δικούς του. |
Ūetta er eins og ađ vinna Ķskar. Είναι σαν να κερδίζεις ένα Όσκαρ. |
(Títusarbréfið 3:1) Þegar því stjórnvöld fyrirskipa kristnum mönnum að taka þátt í þegnskylduvinnu gera þeir það með réttu, svo lengi sem sú vinna er ekki merki undanláts og talin koma í stað óbiblíulegrar þjónustu eða brýtur með öðrum hætti gegn meginreglum Ritningarinnar, svo sem í Jesaja 2:4. (Τίτον 3:1) Γι’ αυτόν το λόγο, όταν οι Χριστιανοί διατάζονται από διάφορες κυβερνήσεις να συμμετάσχουν σε κοινοτικά έργα, αυτοί πολύ σωστά υπακούν με την προϋπόθεση ότι αυτά τα έργα δεν αποτελούν συμβιβαστική αντικατάσταση κάποιας αντιγραφικής υπηρεσίας και δεν παραβιάζουν με κάποιον άλλον τρόπο Γραφικές αρχές, όπως αυτή που βρίσκεται στο εδάφιο Ησαΐας 2:4. |
Til að vinna gegn þessum aukaverkunum er bætt við tálmunarefnum sem hægja á eða koma í veg fyrir efnabreytingu. Για την πρόληψη αυτών των παρενεργειών, προστίθενται ανασταλτικές ουσίες. |
Og svo ég ađ vinna í kvöld. Εξαλλου εχω δουλεια μεχρι αργα. |
Mig langar ađ Vinna međ ūeim, dr. Ryan. Θα ήθελα να δουλέψω μαζί τους, Δρ Ράϊαν. |
9 Eftir að hafa skoðað málið vel hafa sum hjón gert sér ljóst að þau þurfi ekki bæði að vinna fulla vinnu. 9 Μερικά αντρόγυνα έχουν διαπιστώσει, έπειτα από προσεκτική εξέταση, ότι δεν χρειάζεται να εργάζονται και οι δύο με πλήρες ωράριο. |
Sama hversu mikið móður og systur gæti á þeim tímapunkti að vinna á honum með litlum admonitions til fjórðungur af stundu, sem hann yrði áfram hrista höfuðið hægt, hann augun lokuð, án þess að standa upp. Δεν έχει σημασία πόσο πολύ την μητέρα και την αδελφή μπορεί σε εκείνο το σημείο για την εργασία του με μικρές παραινέσεις, για ένα τέταρτο της ώρας θα παραμείνει κουνώντας το κεφάλι του αργά, του τα μάτια κλειστά, χωρίς να στέκονται όρθιοι. |
(Jesaja 64:8) Þegar upp rennur tími Guðs til að endurlífga hina látnu mun hann vinna það kraftaverk, alveg eins og hann vann kraftaverk þegar hann skapaði fyrsta manninn. (Ησαΐας 64:8) Γι’ αυτό το λόγο η Γραφή χρησιμοποιεί την έκφραση «μνημεία». |
Seint á 9. áratug síđustu aldar varđ vinna mín viđ ađ hindra útbreiđslu alnæmis í fangelsum til ūess ađ ég kynntist Carandiru fangelsinu í Sao Paulo. Στα τέλη της δεκαετίας του'80, η πρόληψη του ΑΙDS στις φυλακές με πήγε στις φυλακές του Σάο Πάολο. |
Næstu daga fékk ég þá tiI að reyna að vinna saman. Και τις μέρες που ακολούθησαν... τους κατάφερα τουλάχιστον να προσπαθήσουν να συνεργαστούν. |
Ég fór í Blómálfinn og þeir sögðu að þú værir ekki að vinna þar þannig að... Πήγα στο ανθοπωλείο και μου είπαν για σένα ότι... |
Ας μάθουμε Ισλανδικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του vinna στο Ισλανδικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ισλανδικό.
Ενημερωμένες λέξεις του Ισλανδικό
Γνωρίζετε για το Ισλανδικό
Τα ισλανδικά είναι μια γερμανική γλώσσα και η επίσημη γλώσσα της Ισλανδίας. Είναι μια ινδοευρωπαϊκή γλώσσα, που ανήκει στον βορειο-γερμανικό κλάδο της ομάδας των γερμανικών γλωσσών. Η πλειοψηφία των ισλανδόφωνων ζει στην Ισλανδία, περίπου 320.000. Περισσότεροι από 8.000 φυσικοί ομιλητές της Ισλανδίας ζουν στη Δανία. Η γλώσσα ομιλείται επίσης από περίπου 5.000 άτομα στις Ηνωμένες Πολιτείες και από περισσότερα από 1.400 άτομα στον Καναδά. Αν και το 97% του πληθυσμού της Ισλανδίας θεωρεί τα ισλανδικά ως μητρική του γλώσσα, ο αριθμός των ομιλητών μειώνεται σε κοινότητες εκτός Ισλανδίας, ιδιαίτερα στον Καναδά.