Τι σημαίνει το verstrooid στο Ολλανδικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης verstrooid στο Ολλανδικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του verstrooid στο Ολλανδικά.
Η λέξη verstrooid στο Ολλανδικά σημαίνει αφελής, επιπόλαιος, ελαφρόμυαλος, αφηρημένος, μπερδεμένος, ανάκατος, αφηρημένος, ξεχασιάρης, χαζός, ανόητος, διάσπαρτος, διασκορπισμένος, κρυφός, διάχυτος, απαλός, απόμακρος, σκόρπιος, διάσπαρτος, διασπασμένος, σαστισμένος, ξαφνιασμένος, αφηρημένος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης verstrooid
αφελής, επιπόλαιος, ελαφρόμυαλος
|
αφηρημένος
|
μπερδεμένος, ανάκατος
|
αφηρημένος, ξεχασιάρης(καθομιλουμένη) |
χαζός, ανόητος(μειωτικό) |
διάσπαρτος, διασκορπισμένος(αντικείμενα) |
κρυφός, διάχυτος, απαλός(van licht) (φωτισμός) |
απόμακρος
Η σιωπή της Μέρι έκανε τους ανθρώπους να πιστεύουν ότι ήταν κάπως απόμακρη. |
σκόρπιος, διάσπαρτος
Ο πατέρας του Κρις γκρίνιαζε καθώς μάζευε τα πεταμένα πράγματα του γιου του από διάφορα σημεία του σπιτιού. |
διασπασμένος(van aandacht) (προσοχή, συγκέντρωση) |
σαστισμένος, ξαφνιασμένος
|
αφηρημένος
|
Ας μάθουμε Ολλανδικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του verstrooid στο Ολλανδικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ολλανδικά.
Ενημερωμένες λέξεις του Ολλανδικά
Γνωρίζετε για το Ολλανδικά
Τα ολλανδικά (Ολλανδικά) είναι μια γλώσσα του δυτικού κλάδου των γερμανικών γλωσσών, που ομιλείται καθημερινά ως μητρική από περίπου 23 εκατομμύρια ανθρώπους στην Ευρωπαϊκή Ένωση —που ζουν κυρίως στην Ολλανδία και το Βέλγιο— και δεύτερη γλώσσα 5 εκατομμυρίων ανθρώπων. Τα ολλανδικά είναι μια από τις γλώσσες που σχετίζονται στενά με τα γερμανικά και τα αγγλικά και θεωρείται ένα μείγμα των δύο.