Τι σημαίνει το spenta στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης spenta στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του spenta στο Ιταλικό.

Η λέξη spenta στο Ιταλικό σημαίνει σβήνω, κατασβήνω, σβήνω, κλείνω, κλείνω, σβήνω, σβήνω, σβήνω, κλείνω, σβήνω, κλείνω, σβήνω φλόγα/κερί, σβήνω, σβήνω, σβήνω, κλείνω, σβήνω, κλείνω, σβήνω, σβήνω, σβήνω, κλείνω, σβήνω, σβήνω, κλείνω, σβήνω, σβήνω, σβήνω, σβήνω, χαλάω, ρίχνω, σβήνω, κόβω, κλείνω, σταματάω, σταματώ, αποσυνδέω, διακόπτω παροχή, σταματάω, σταματώ, αφώτιστος, -, -, σβησμένος, σβήνω, στάσιμος, απλανής, ανέκφραστος, άψυχος, άψυχος, άτονος, μουντός, θαμπός, σβησμένος, που δεν είναι υγιής, άδειος, κενός, σβηστός, μουντός, θαμπός, νωθρός, ανενεργός, ανόρεχτος, αδιάφορος, πυρόσβεση, σβήνω τη δίψα μου, σβήνω, μου σβήνει. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης spenta

σβήνω, κατασβήνω

(φωτιά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Spegnere accuratamente tutti i fuochi prima di lasciare il campo.

σβήνω, κλείνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Quando esco di casa spengo sempre le luci.
Όποτε φεύγω από το σπίτι κλείνω τους διακόπτες.

κλείνω, σβήνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Prima di andare a letto spengo la TV.
Πριν πάω για ύπνο κλείνω την τηλεόραση.

σβήνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σβήνω, κλείνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (apparecchi elettrici) (Η/Υ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Spegni il computer prima di uscire dall'ufficio

σβήνω, κλείνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (computer, apparecchi elettrici) (Η/Υ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Al termine della giornata di lavoro spengo sempre il mio computer. Non dimenticarti di spegnere il computer alla sera, prima di andare a casa.
Πριν φύγω από το γραφείο σβήνω πάντοτε τον υπολογιστή μου. Ποτέ μην ξεχνάτε να κλείσετε τον υπολογιστή σας πριν πάτε σπίτι στο τέλος της ημέρας.

σβήνω φλόγα/κερί

verbo transitivo o transitivo pronominale (fiamme)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Dovresti spegnere le candele prima di andare a dormire, altrimenti potrebbero causare un incendio.

σβήνω

(fiamma, soffiando)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ha spento le candeline sulla sua torta di compleanno.
Έσβησε τα κεράκια στην τούρτα γενεθλίων της.

σβήνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (το τσιγάρο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
James spense la sigaretta nel posacenere.

σβήνω, κλείνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (συσκευές, Η/Υ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σβήνω, κλείνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (PC)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

σβήνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (luce)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ho spento la luce e in un attimo mi sono assopito.
Έσβησα το φως και μέσα σε λίγα λεπτά κοιμόμουνα βαριά.

σβήνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (απενεργοποιώ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Spegni il motore. Rimarremo qui per un po'.
Σβήσε τη μηχανή. Θα μείνουμε εδώ αρκετά.

σβήνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Assicurati di spegnere le candele prima di uscire di casa.

κλείνω, σβήνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (la luce, ecc.)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Anna ripose il libro e spense la lampada del comodino.

σβήνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (fuoco)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Gli abitanti della città lavorarono insieme per spegnere le fiamme che divampavano dal granaio.

κλείνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (un computer)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Per spegnere correttamente il vostro computer evitate di premere semplicemente il pulsante di alimentazione.

σβήνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (sete) (μεταφορικά: τη δίψα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'acqua spegne la sete meglio del succo di frutta.
Το νερό σβήνει τη δίψα καλύτερα από τους χυμούς.

σβήνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (fuoco) (φωτιά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Veloci! Qualcuno spenga il fuoco!
Γρήγορα! Κάποιος να σβήσει τη φωτιά.

σβήνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ha spento il filtro della sigaretta nel posacenere.

σβήνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (fuoco)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Victoria corse dentro con un secchio d'acqua e spense le fiamme.
Η Βικτόρια έσπευσε με έναν κουβά νερό και έσβησε τις φλόγες.

χαλάω, ρίχνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (figurato: diminuire) (ηθικό, κέφι, διάθεση)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Nemmeno questo tempo brutto riesce a spegnere l'entusiasmo che ho di andare a correre.
Ούτε καν αυτή η κακοκαιρία μπορεί να μειώσει τον ενθουσιασμό μου για το τρέξιμο.

σβήνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (sentimento) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Un insegnante inetto ha smorzato l'interesse di Hilary per la scrittura creativa.
Ένας κακός καθηγητής έσβησε το ενδιαφέρον της Χίλαρι για τη δημιουργική γραφή.

κόβω

verbo transitivo o transitivo pronominale (αργκό, μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Spegni la musica. Dobbiamo parlare un po'.
Κλείσε τη μουσική. Πρέπει να κουβεντιάσουμε λιγάκι.

κλείνω, σταματάω, σταματώ

(bloccare un suono)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Η Αγκάθα σταμάτησε τη μουσική ώστε όλοι να ακούσουν ό,τι είχε να πει ο Όλιβερ.

αποσυνδέω, διακόπτω παροχή

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Stacca la corrente dall'interruttore principale prima di partire per le vacanze.

σταματάω, σταματώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Fermare la macchina prima di tentare qualunque riparazione.
Κλείσε (or: σβήσε) τη μηχανή πριν την επισκευάσεις.

αφώτιστος

aggettivo (δεν φωτίζεται, πχ χώρος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

-

aggettivo (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Spense il fornello una volta finito di cucinare.
Όταν τελείωσε το μαγείρεμα, έσβησε το φούρνο.

-

participio passato (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Assicurati che il fuoco sia spento prima di andare a dormire.
Βεβαιώσου ότι έχει σβήσει η φωτιά πριν πας για ύπνο.

σβησμένος

aggettivo (συσκευές, φώτα)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Non ci vedeva bene perché la luce era spenta.
Δεν μπορούσε να δει καλά επειδή το φως ήταν σβηστό.

σβήνω

aggettivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il fuoco sembra essersi spento.
Φαίνεται πως η φωτιά έχει σβήσει.

στάσιμος

aggettivo (figurato)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Una volta Nina era la promessa dell'azienda, ma dopo anni di straordinari oramai era spenta.

απλανής, ανέκφραστος, άψυχος

(figurato: sguardo, occhio, ecc.) (έκφραση, μάτια)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Gli occhi di Joseph erano vitrei dalla febbre.

άψυχος, άτονος

aggettivo (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La folla smorta guardava lo spettacolo in silenzio.

μουντός, θαμπός

aggettivo (colore)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il colore spento del suo vestito marrone la faceva sembrare più vecchia.
Το μουντό καφέ ταγέρ την έκανε να δείχνει μεγαλύτερη απ' την πραγματική της ηλικία.

σβησμένος

aggettivo

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Trovammo i resti di un fuoco da campo, spento da parecchio tempo.
Βρήκαμε τα απομεινάρια μιας φωτιάς, που είχε σβήσει εδώ και πολλή ώρα.

που δεν είναι υγιής

aggettivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

άδειος, κενός

aggettivo (mente) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Quando Hazel prese la matita per iniziare il compito di matematica, la sua mente era vuota.
Όταν η Χέιζελ έπιασε το μολύβι της για να ξεκινήσει το τεστ των μαθηματικών, το μυαλό της ήταν κενό.

σβηστός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Le luci sono spente.
Τα φώτα είναι σβηστά (or: σβησμένα).

μουντός, θαμπός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Questo diamante di bassa qualità ha una superficie opaca.

νωθρός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Si capiva dall'andatura fiacca di Tamsin che non aveva proprio voglia di fare quella passeggiata.
Από το νωθρό περπάτημα της Τάμσιν φαινόταν ότι δεν ήθελε πραγματικά να έρθει για περίπατο.

ανενεργός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La città è costruita nel cratere di un vulcano spento.
Η πόλη είναι χτισμένη στον κρατήρα ενός ανενεργού ηφαιστείου.

ανόρεχτος, αδιάφορος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Non avendo niente da fare diventò apatico e iniziò ad aggirarsi come un'anima in pena.

πυρόσβεση

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Spegnere l'incendio richiese giorni con le squadre di pompieri che cercavano di tenere sotto controllo le fiamme.

σβήνω τη δίψα μου

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il succo di cocco fresco ha spento la sete dell'esploratore.

σβήνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

μου σβήνει

verbo transitivo o transitivo pronominale (motore di auto) (το αμάξι, η μηχανή)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il principiante davanti a noi ha fatto spegnere il motore due volte mentre cercava di ripartire all'incrocio.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Ως νέος οδηγός, πάντα αγχώνομαι μη μου σβήσει το αμάξι στη μέση του δρόμου.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του spenta στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.