Τι σημαίνει το shifted στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης shifted στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του shifted στο Αγγλικά.

Η λέξη shifted στο Αγγλικά σημαίνει μετακινώ, αλλάζω, βάρδια, μετακίνηση, μετατόπιση, shift, βάρδια, αλλαγή, μεταβολή, λεβιές ταχυτήτων, φόρεμα σε ίσια γραμμή, μεταβολή, αλλαγή, ρήγμα, μετακινούμαι, βιάζομαι, αλλάζω ταχύτητα, πατάω shift, πουλάω, μετακινώ, αλλάζω, φιλάω κπ παθιασμένα, βάζω, μπαίνω, απογευματινή βάρδια, η απογευματινή βάρδια, αλλάζω ταχύτητα, πρωΐνή βάρδια, πρωΐνή βάρδια, λεβιές ταχυτήτων, νυχτερινή βάρδια, μεταρρυθμίζω, νυχτερινή βάρδια, μαζική μεταστροφή, αλλάζω ταχύτητες, πλήκτρο shift, εργαζόμενος με βάρδιες, εργαζόμενη με βάρδιες, εκ περιτροπής εργασία, σπαστό ωράριο, λεβιές των ταχυτήτων, κιβώτιο ταχυτήτων, με ταχύτητες, απογευματινή βάρδια, ωράριο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης shifted

μετακινώ

transitive verb (move)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The movers shifted the table one metre to the left.
Οι μεταφορείς μετακίνησαν το τραπέζι ένα μέτρο αριστερά.

αλλάζω

transitive verb (US (change: gear) (ταχύτητες στο αυτοκίνητο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The driver shifted gears as the car climbed the hill.
Ο οδηγός άλλαζε ταχύτητες, καθώς το αυτοκίνητο ανέβαινε στον λόφο.

βάρδια

noun (period of work)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
This factory has three shifts: morning, evening and night.
Αυτό το εργοστάσιο έχει τρία ωράρια: πρωινό, απογευματινό και βραδινό.

μετακίνηση, μετατόπιση

noun (movement)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The team's shift to the left confused the defence.
Η μετακίνηση της ομάδας στα αριστερά μπέρδεψε την άμυνα.

shift

noun (computer keyboard: key for uppercase) (πληκτρολόγιο)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
To type capital letters, you must hold the shift key.
Για να πληκτρολογήσεις με κεφαλαία, πρέπει να πιέσεις το πλήκτρο «shift».

βάρδια

noun (group of workers)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The evening shift left when the night shift arrived.

αλλαγή, μεταβολή

noun (change, alteration)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The shift in the weather surprised the residents.

λεβιές ταχυτήτων

noun (US (gear stick)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
He pushed the shift to a lower gear to pass the truck.

φόρεμα σε ίσια γραμμή

noun (dress)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
She wore a black shift.
Φορούσε ένα μαύρο φόρεμα.

μεταβολή, αλλαγή

noun (linguistic change)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
She's always making shifts in register - sometimes talking standard English, and sometimes slang.

ρήγμα

noun (fault in rock) (γεωλογία)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The seismologists found the shift that was causing the earthquakes.
Οι σεισμολόγοι βρήκαν το ρήγμα που προκαλούσε τους σεισμούς.

μετακινούμαι

intransitive verb (informal (move)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
We can't sit at this table; we need to shift.

βιάζομαι

intransitive verb (UK, informal (hurry)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Come on, shift! We'll be late!
Άντε, κουνήσου! Θα αργήσουμε!

αλλάζω ταχύτητα

intransitive verb (US (change gear)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
When the engine is running too fast, you should shift.

πατάω shift

intransitive verb (press the shift key)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Shift when you want to type a capital letter.

πουλάω

transitive verb (UK, colloquial (sell)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
We have to shift these radios by tomorrow.
Αυτά τα ραδιόφωνα πρέπει να έχουν φύγει μέχρι αύριο.

μετακινώ

transitive verb (transfer)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The waiting officer shifted his weight from one foot to the other.

αλλάζω

transitive verb (exchange)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He shifted opinions from one day to the next.

φιλάω κπ παθιασμένα

transitive verb (Ire, slang (kiss passionately)

βάζω

phrasal verb, transitive, inseparable (gear: change)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
When driving a car down a steep hill, it's best to shift into a lower gear.

μπαίνω

phrasal verb, transitive, inseparable (figurative, informal (new way, style: take on)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Rosa felt that she was ready to shift into a new stage of her career.

απογευματινή βάρδια

noun (work period: afternoon, evening) (ανάλογα με την ώρα)

η απογευματινή βάρδια

plural noun (afternoon, evening workers) (ανάλογα με την ώρα)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αλλάζω ταχύτητα

(vehicle: change transmission level)

πρωΐνή βάρδια

noun (daytime work period)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The day shift starts at 5.30 a.m.

πρωΐνή βάρδια

noun (workers on duty during the day)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Don't worry about cleaning that up, the day shift will do it in the morning.

λεβιές ταχυτήτων

noun (vehicle's manual transmission)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
I always waggle the gear stick before starting the engine, to make sure it is in neutral. This car's gearshift is on the steering column.

νυχτερινή βάρδια

noun (work: at night)

John slept through lunch after getting home from the graveyard shift.

μεταρρυθμίζω

verbal expression (figurative (change the rules)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
When the education authorities keep moving the goalposts, it's difficult for teachers to teach effectively.

νυχτερινή βάρδια

noun (nocturnal work period)

People who work the night shift often have trouble adjusting their sleep schedule.

μαζική μεταστροφή

noun (figurative (mass movement from [sth] to [sth] else)

αλλάζω ταχύτητες

verbal expression (change speed manually in a vehicle) (αυτοκίνητο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πλήκτρο shift

noun (computer keyboard key)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

εργαζόμενος με βάρδιες, εργαζόμενη με βάρδιες

noun (atypical work schedule)

εκ περιτροπής εργασία

noun (work done in rotating periods)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σπαστό ωράριο

noun (divided working shifts)

λεβιές των ταχυτήτων

noun (US (vehicle: transmission lever)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

κιβώτιο ταχυτήτων

noun (US (vehicle: manual transmission)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

με ταχύτητες

noun as adjective (US (vehicle: with manual transmission) (για αυτοκίνητο)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

απογευματινή βάρδια

noun (evening work period)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
At my company the swing shift starts at 3:00 and ends at midnight.

ωράριο

noun (period of work)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
My usual work shift is 8:30 to 5, but sometimes I work from noon to 8 instead.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του shifted στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του shifted

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.