Τι σημαίνει το n'importe στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης n'importe στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του n'importe στο Γαλλικά.
Η λέξη n'importe στο Γαλλικά σημαίνει πρόχειρα, βλακείες, ανοησίες, αερολογία, ανοησία, χαζομάρα, βλακεία, βλακεία, ανοησία, σαχλαμάρα, junk food, τζανκ φουντ, κάτι, οτιδήποτε, απρόσεχτος, χαλαρός, σαχλαμάρα, χαζομάρα, μαλακίες, παπαρολογίες, βλακείες, μαλακίες, ψέμα, βλακείες, χαζομάρες, ανοησίες, τσαπατσούλικος, πρόχειρος, τσαπατσούλης, ασυνάρτητος, oποιοσδήποτε, με οποιοδήποτε τρόπο, οποτεδήποτε, τυχαία, απρογραμμάτιστα, συμπτωματικά, οπουδήποτε, όσο και αν κάνει, οποιαδήποτε ώρα, οποτεδήποτε, σε οποιαδήποτε ηλικία, οποιαδήποτε ώρα, ότι ώρα να'ναι, οποτεδήποτε, όποτε να'ναι, οπουδήποτε, με κάθε τρόπο, με κάθε δυνατό μέσο, όπως - όπως, δεν έχει σημασία, όπως όλοι, ανοησίες, ανοησία, χαζομάρα, σαχλαμάρα, μπούρδα, σάχλα, μπαρούφα, παπάρα, παπαριά, παρλαπίπα, μπαλαφάρα, ασυναρτησίες, σαχλαμάρες, μπαρούφες, αρλούμπες, μπούρδες, σαχλαμάρα, βλακεία, ανοησία, τρίχες, μπούρδες, μωρολόγος, βλακεία, ηλιθιότητα, οτιδήποτε, όποιος, οποιοσδήποτε, οποιοσδήποτε, όποιος, οποιοσδήποτε, όποιος να'ναι, οποιοσδήποτε άλλος, πιστεύω οτιδήποτε, πιστεύω το οτιδήποτε, πιστεύω τα πάντα, τη βγάζω καθαρή, συμφωνώ με όλα, λέω ανοησίες, λέω χαζομάρες, λέω ανοησίες, λέω χαζομάρες, παίζω το τελευταίο μου χαρτί, λέω, οποιοσδήποτε, οποιοσδήποτε, όποιος να'ναι, πεθαίνω για κτ, ανά πάσα στιγμή, εννοείται, με οποιοδήποτε κόστος, χαοτικός, χαώδης, ανοργάνωτα, βλακείες!, ανοησίες!, ανοησία, βλακεία, παραπλάνηση, ανοησίες, χαζομάρες, παπαριές, μαλακίες, οτιδήποτε, κάνω ανοησίες, κάνω χαζομάρες, λέω ανοησίες, λέω βλακείες, τυχαία, όπως να 'ναι, βλακείες, χαζομάρες, ανοησίες, ανοησίες, βλακείες, τα θαλασσώνω, μεγαλώνω ανεξέλεγκτα, ανοησίες, βλακείες, χαζομάρες, ανοησίες, βλακείες, οποιοσδήποτε, οποιοσδήποτε, πανεύκολος, ανά πάσα στιγμή, ξεφτίλα, παλαβομάρα, ανοησία, βλακείες, χαζομάρες, ανοησίες, οποιοσδήποτε, πλατειάζω, λέω ανοησίες, πασαλείβω κτ σε κτ, πασαλείφω κτ σε κτ, . Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης n'importe
πρόχειρα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
βλακείες, ανοησίεςnom féminin pluriel (vulgaire) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Les histoires de John sur son passé sont des conneries. Οι ιστορίες του Τζον για το παρελθόν του είναι βλακείες. |
αερολογία(familier) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ανοησία, χαζομάρα, βλακεία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
βλακεία, ανοησία, σαχλαμάρα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
junk food, τζανκ φουντ
(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Les gens qui mangent trop de cochonneries souffrent de nombreux problèmes de santé graves. Όσοι τρώνε πολύ τζανκ φουντ πάσχουν από πολλά σοβαρά προβλήματα υγείας. |
κάτι, οτιδήποτε
(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) |
απρόσεχτος, χαλαρός(άτομο) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le travail bâclé de Brian fait qu'il lui est difficile de garder un emploi. |
σαχλαμάρα, χαζομάρα(populaire) (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'éditeur a rejeté le roman de l'auteur, le qualifiant de foutaise sentimentale. |
μαλακίες, παπαρολογίες(très familier) (αργκό, χυδαίο) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Ne l'écoute pas : il dit que des conneries ! |
βλακείεςnom féminin pluriel (vulgaire) (καθομιλουμένη) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) |
μαλακίεςnom féminin pluriel (vulgaire) (καθομ, προσβλητικό) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Il dit qu'il parle couramment six langues étrangères ? C'est des conneries. Il n'avait même pas la moyenne en espagnol au lycée ! Λέει πως ξέρει έξι γλώσσες; Αυτά είναι παπαριές -- δεν πέρασε τα Ισπανικά στο γυμνάσιο! |
ψέμαnom féminin (populaire) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Je ne crois pas à cette histoire d'invasion extraterrestre : c'est de la foutaise ! |
βλακείες, χαζομάρες, ανοησίεςnom féminin pluriel (populaire) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) N'écoute pas les foutaises de Jeff. |
τσαπατσούλικος(familier) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ce travail est vraiment bâclé, veuillez refaire le projet. |
πρόχειρος, τσαπατσούληςlocution adjectivale (familier) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ασυνάρτητος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
oποιοσδήποτεadjectif (αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) |
με οποιοδήποτε τρόπο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
οποτεδήποτεadverbe (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Il peut m'appeler n'importe quand (or: à tout moment). Cela ne me dérange pas. Μπορεί να με πάρει τηλέφωνο όποτε να' ναι. Δε με πειράζει. |
τυχαία, απρογραμμάτιστα, συμπτωματικά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Les livres étaient rangés n'importe comment sur l'étagère. |
οπουδήποτεlocution adverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
όσο και αν κάνει
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Bob était disposé à acheter la peinture quel qu'en soit le prix. |
οποιαδήποτε ώρα, οποτεδήποτεadverbe (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
σε οποιαδήποτε ηλικίαadverbe (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) L'obésité s’installe à n'importe quel âge. |
οποιαδήποτε ώρα, ότι ώρα να'ναι
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Tu peux m'appeler à l'aide n'importe quand. |
οποτεδήποτε, όποτε να'ναι
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Κάλεσέ με οποτεδήποτε χρειάζεσαι να μιλήσεις με κάποιον. |
οπουδήποτεadverbe (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
με κάθε τρόπο, με κάθε δυνατό μέσο
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
όπως - όπωςlocution adverbiale (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
δεν έχει σημασία
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
όπως όλοι
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ανοησίες
(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Erin est arrivée en retard au travail en marmonnant des inepties à propos de son réveil qui n'aurait pas marché. Η Έριν ήρθε αργά στη δουλειά και έλεγε κάτι ανοησίες ότι δεν άκουσε το ξυπνητήρι της. |
ανοησία, χαζομάρα(un peu vieilli) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
σαχλαμάρα, μπούρδα, σάχλα, μπαρούφα, παπάρα, παπαριά, παρλαπίπα, μπαλαφάρα(ανεπίσημο) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Arrête de dire des âneries ! |
ασυναρτησίες, σαχλαμάρες, μπαρούφες, αρλούμπες, μπούρδες(καθομιλουμένη) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Arrête de dire des âneries ! |
σαχλαμάρα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Luc dit vraiment des bêtises parfois ! |
βλακεία, ανοησία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
τρίχες, μπούρδες(καθομιλουμένη) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Il dit vraiment n'importe quoi ! |
μωρολόγοςlocution adjectivale (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) |
βλακεία, ηλιθιότητα(καθομιλουμένη) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
οτιδήποτε(κάτι) (αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) N'importe quoi peut arriver. Οτιδήποτε μπορεί να συμβεί. |
όποιος, οποιοσδήποτε
(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) Όποιος θέλει δίπλωμα οδήγησης, πρέπει να δώσει εξετάσεις. |
οποιοσδήποτε, όποιοςpronom (αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) N'importe qui muni d'une carte de bibliothèque peut emprunter un livre. Οποιοσδήποτε έχει κάρτα βιβλιοθήκης μπορεί να δανειστεί βιβλία. |
οποιοσδήποτε, όποιος να'ναι
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Prends n'importe lequel, ça n'a pas d'importance. Πάρε όποιο να' ναι. Δεν έχει σημασία ποιο. |
οποιοσδήποτε άλλος
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πιστεύω οτιδήποτε, πιστεύω το οτιδήποτε, πιστεύω τα πάντα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Elle est trop naïve : elle croit n'importe quoi ! Είναι τόσο αφελής, που πιστεύει το οτιδήποτε! |
τη βγάζω καθαρή(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Curieusement, Joe semble faire toujours n'importe quoi en toute impunité. |
συμφωνώ με όλαlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
λέω ανοησίες, λέω χαζομάρεςlocution verbale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Arrête de dire n'importe quoi : la capitale des États-Unis n'est pas Miami ! |
λέω ανοησίες, λέω χαζομάρες
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
παίζω το τελευταίο μου χαρτί(μεταφορικά) |
λέω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
οποιοσδήποτεadjectif (αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) Je regarderai n'importe quel film. Je ne suis pas difficile. Θα δω όποια ταινία νά 'ναι. Δεν έχω προτιμήσεις. |
οποιοσδήποτε, όποιος να'ναι
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) N'importe lequel de ces gâteaux doit être délicieux. Οποιοδήποτε από αυτά τα κέικ θα είναι σίγουρα νοστιμότατο. |
πεθαίνω για κτlocution verbale (μεταφορικά, καθομ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Susan aurait donné n'importe quoi pour une cigarette mais ne voulait pas sortir. Η Σούζαν πέθαινε για ένα τσιγάρο αλλά δεν ήθελε να βγει έξω. |
ανά πάσα στιγμή
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Έλα όποτε θες, είμαστε εδώ όλες τις ώρες. |
εννοείται
Δεν έχω καμία αντίρρηση να το κάνω αυτό για σένα. |
με οποιοδήποτε κόστοςlocution adverbiale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Yvonne voulait gagner le jeu à tout prix. |
χαοτικός, χαώδης
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ανοργάνωτα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
βλακείες!, ανοησίες!(vulgaire) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Tu as gagné au loto ? C'est des conneries ! Κέρδισες το λαχείο; Βλακείες! |
ανοησία, βλακεία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Je pense que ton histoire c'est du n'importe quoi ! |
παραπλάνηση(μεταφορικά, αργκό) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ανοησίες, χαζομάρες
(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) |
παπαριές, μαλακίες(αργκό, χυδαίο) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) |
οτιδήποτεlocution adverbiale (αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) Je ferai n'importe quoi pour prouver mon amour pour toi. Θα κάνω τα πάντα για να σου αποδείξω την αγάπη μου για σένα. |
κάνω ανοησίες, κάνω χαζομάρες
Elle a fait des bêtises étant jeune mais mentir à la police ! C'est vraiment bête ! Έκανε αρκετές ανοησίες στα νιάτα της, αλλά να πει ψέματα στην αστυνομία; Πόσο χαζός πρέπει να είσαι για να κάνεις κάτι τέτοιο; |
λέω ανοησίες, λέω βλακείεςlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
τυχαίαadverbe (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Elle remplissait le lave-vaisselle n'importe comment. |
όπως να 'ναιlocution adverbiale (familier) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) J'ai été choqué de voir Sarah jeter ses robes hors de prix n'importe comment dans sa penderie. Σοκαρίστηκα που είδα τη Σάρα να χώνει τα ακριβά της φορέματα μέσα στην ντουλάπα όπως να 'ναι. |
βλακείες, χαζομάρες, ανοησίες
(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) |
ανοησίες, βλακείες
(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) |
τα θαλασσώνω
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Le nouveau a fait n'importe quoi avec ce projet : je vais devoir tout refaire. Ο καινούργιος τα θαλάσσωσε με το πρότζεκτ. Θα πρέπει να το ξανακάνω από την αρχή. |
μεγαλώνω ανεξέλεγκτα(plante) |
ανοησίες, βλακείες, χαζομάρες(familier) (καθομιλουμένη) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Arrête de dire des bêtises ! Σταμάτα να λες ανοησίες (or: χαζομάρες)! |
ανοησίες, βλακείες
(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Ήταν εμφανές πως η Τζέσικα δεν είχε ιδέα για το θέμα. Έλεγε ανοησίες. |
οποιοσδήποτε
(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) N'importe quel adolescent vous dirait à quel point internet peut être utile. Κάθε έφηβος μπορεί να σου πει πόσο χρήσιμο είναι το διαδίκτυο. |
οποιοσδήποτε
(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) Tu dois choisir une chemise de n'importe quelle couleur. |
πανεύκολος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ανά πάσα στιγμή
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
ξεφτίλα(καθομιλουμένη, μειωτικό) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il est vraiment nul au violon. |
παλαβομάρα, ανοησία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) « Le fils du jardinier va aller à Cambridge ? C'est n'importe quoi ! » hurla Lady Fortheringham. |
βλακείες, χαζομάρες, ανοησίες
(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) |
οποιοσδήποτεpronom (αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) Donne ces dossiers à Mark, Karen, ou n'importe qui en comptabilité. Απλά δώσε τους φακέλους στον Μάρκ, ή όποιον βρεις στο λογιστήριο. |
πλατειάζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
λέω ανοησίες
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πασαλείβω κτ σε κτ, πασαλείφω κτ σε κτlocution verbale Larry a appliqué la peinture n'importe comment sur le mur. |
interjection (ça m'indiffère) Tu préfères la rouge ou la bleue ? N'importe ! |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του n'importe στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του n'importe
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.