Τι σημαίνει το file στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης file στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του file στο Ιταλικό.

Η λέξη file στο Ιταλικό σημαίνει σειρά, σειρά, σειρά, πίνακας, σειρά, γραμμή, ουρά, σειρά, στρώση από τούβλα, ουρά, καραβάνι, σειρά, σειρά, ουρά, σειρά, αρχείο, έγγραφο, κλωστή, νήμα, -, λεπτή στήλη, νήμα, ιδέα, σταλιά, σχοινί, λεπτή στήλη, νήμα, κλωστή, κλωστούλα, σπάγγος, καλώδιο, σειρά, σειρά, σύρμα, ρυάκι, σπάγκος, διαδοχικά, αλλεπάλληλα, συνεχόμενος, που έχει τον έλεγχο, εφ'ενός ζυγού, διαδοχικά, από άκρη σε άκρη, ουστ!, δίνε του!, ξεκουβάλα, συσσίτιο, μπαλαρινούλα, εφ'ενός ζυγού, ουρά για το φαγητό, σειρά αλυσοδεμένων ..., αυτός που χώνεται μπροστά σε μια ουρά, καλύτερες θέσεις, κάνω ουρά, μπαίνω στην ουρά, μπαίνω στη σειρά, έχω την καλύτερη θέση, έχω την καλύτερη θέα, κινώ τα νήματα, περιμένω στην ουρά. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης file

σειρά

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Abbiamo i biglietti per la quinta fila.
Βρήκαμε εισιτήρια στην πέμπτη σειρά.

σειρά

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I bambini erano seduti in fila nella parte anteriore della stanza.
Τα παιδιά καθόντουσαν σε σειρές στο μπροστινό τμήμα του δωματίου.

σειρά

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ha piantato un fila di patate in giardino.
Φύτεψε μια σειρά πατάτες στον κήπο.

πίνακας

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
La fila di interruttori che controllano le luci è laggiù.
Ο πίνακας με τους διακόπτες για τα φώτα είναι εκεί πέρα.

σειρά, γραμμή

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Camminate per favore in fila per uno per ragioni di sicurezza.

ουρά

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
C'era una lunga fila di macchine che aspettava di salire sul traghetto.

σειρά

sostantivo femminile (από ασανσέρ)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
C'è una fila di ascensori che salgono ai piani più alti.

στρώση από τούβλα

(di mattoni)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Nella costruzione delle case i mattoni sono disposti in file.

ουρά

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
C'erano lunghe file alle casse del supermercato.
Είχε μεγάλη ουρά στα ταμεία του σούπερ μάρκετ.

καραβάνι

(di persone)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I pellegrini della colonna si intrattenevano l'un l'altro con storie.

σειρά

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Potresti mettere in ordine questi libri, iniziando da questa fila qui.
Θα μπορούσες σε παρακαλώ να βάλεις αυτά τα βιβλία σε τάξη ξεκινώντας με αυτήν εδώ τη σειρά;

σειρά

(fila)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ουρά, σειρά

(persone in attesa)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La coda per i biglietti era troppo lunga, così siamo andati da un'altra parte.
Η ουρά (or: σειρά) για τα εισιτήρια ήταν πολύ μεγάλη κι έτσι πήγαμε κάπου αλλού.

αρχείο

sostantivo maschile (informatica)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Puoi inviarmi il file come allegato in una mail?
Μπορείς να μου στείλεις το αρχείο συνημμένο σε ένα email;

έγγραφο

(informatica, file) (κειμένου)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Helen ha aperto un nuovo documento e ha cominciato a scrivere.
Η Έλεν άνοιξε ένα καινούριο αρχείο και ξεκίνησε να πληκτρολογεί.

κλωστή

sostantivo maschile (filo di base)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Usa un filo per unire le pezze.
Δέσε τα κομμάτια με μια κλωστή.

νήμα

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Marilyn prese del filo e iniziò a lavorare a maglia.
Η Μέριλιν έβγαλε λίγο νήμα και άρχισε να πλέκει.

-

(figurato) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Un filo di umorismo attraversava tutto il suo discorso.
Σε όλη την ομιλία του υπήρχε μια δόση χιούμορ.

λεπτή στήλη

sostantivo maschile

Un filo di fumo proveniente dal camino ondeggiava nel cielo.

νήμα

sostantivo maschile (figurato: di discorso, ecc.)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Diedi un'occhiata alla TV e persi rapidamente il filo della nostra conversazione.
Έριξα μια ματιά στην τηλεόραση και γρήγορα έχασα το νήμα της κουβέντας μας.

ιδέα, σταλιά

sostantivo maschile (un poco, una piccolissima quantità di) (καθομιλουμένη, μτφ)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La finestra si è rotta giusto un filo.

σχοινί

(per il bucato)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ha steso i vestiti sul filo per farli asciugare.
Άπλωσε τα ρούχα στο σχοινί για να στεγνώσουν.

λεπτή στήλη

sostantivo maschile (di fumo)

Un filo di fumo salì dal camino.

νήμα

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Jim ha usato del filo colorato per ricamare il suo cappello.

κλωστή, κλωστούλα

(di fune) (ένα μόνο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Maria afferrò un trefolo lento di filo dalla gonna.
Η Μαρία μάζεψε μια κλωστούλα από τη φούστα της.

σπάγγος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Carl legò il pacco con la corda.
Ο Καρλ έδεσε το πακέτο με ένα κορδόνι.

καλώδιο

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Questo filo (or: cavo) è troppo corto per arrivare alla presa elettrica.
Το καλώδιο είναι πολύ κοντό για να φτάσει την πρίζα.

σειρά

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La collana di Tamsin era un singolo giro di perle.
Το κολιέ της Ταμσίν ήταν μια μονή σειρά μαργαριτάρια.

σειρά

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Molly indossava un filo di perle intorno al collo.

σύρμα

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Gli acrobati erano sospesi a dei cavi di modo che sembrasse che stessero volando.
Οι ακροβάτες αιωρούνται από σύρματα ώστε να φαίνεται ότι πετούν.

ρυάκι

(di liquido) (μεταφορικά: συνεχής ροή)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
James non aveva chiuso bene il rubinetto e ne usciva ancora un filo d'acqua.
Ο Τζέιμς δεν είχε κλείσει εντελώς την βρύση και σταγόνες νερού ακόμα έσταζαν από αυτήν.

σπάγκος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Legate il pacco con dello spago.

διαδοχικά, αλλεπάλληλα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Le bombe scoppiarono consecutivamente e nessuno ebbe il tempo di mettersi al riparo.

συνεχόμενος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
La squadra ha festeggiato la sua decima vittoria consecutiva.

που έχει τον έλεγχο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εφ'ενός ζυγού

avverbio

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il sentiero era molto stretto e gli escursionisti dovevano camminare in fila indiana.

διαδοχικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Οι φοιτητές στέκονται διαδοχικά για να παραλάβουν τα διπλώματά τους.

από άκρη σε άκρη

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Le file di sedie, se messe in file indiana, si estenderebbero per 54 km.

ουστ!, δίνε του!

interiezione (καθομιλουμένη)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Smamma! Non voglio più vederti sul mio prato!

ξεκουβάλα

(αργκό)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

συσσίτιο

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Dozzine di persone affamate, molte delle quali senza casa, stavano aspettando nella fila per la distribuzione dei viveri.

μπαλαρινούλα

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Le ballerine di fila in "Chicago" erano tra le migliori che io abbia mai visto.
Οι μπαλαρινούλες στο «Σικάγο» ήταν από τις καλύτερες που έχω δει ποτέ.

εφ'ενός ζυγού

sostantivo femminile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ουρά για το φαγητό

sostantivo femminile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σειρά αλυσοδεμένων ...

(specifico: schiavi) (ζώων, σκλάβων κλπ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αυτός που χώνεται μπροστά σε μια ουρά

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

καλύτερες θέσεις

sostantivo plurale maschile

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Per aggiudicarti i posti in prima fila devi prenotare subito i biglietti.

κάνω ουρά

verbo transitivo o transitivo pronominale (figurato) (μεταφορικά: ανυπομονώ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Se hai una buona idea gli investitori faranno la fila davanti alla tua porta.
Αν έχεις μια καλή ιδέα, οι επενδυτές θα κάνουν ουρά για να σε γνωρίσουν.

μπαίνω στην ουρά, μπαίνω στη σειρά

verbo riflessivo o intransitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ci mettemmo tutti in fila per le montagne russe.

έχω την καλύτερη θέση, έχω την καλύτερη θέα

verbo transitivo o transitivo pronominale (κυριολεκτικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il bambino che porta l'acqua ai giocatori ha un posto in prima fila.

κινώ τα νήματα

verbo transitivo o transitivo pronominale (figurato) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
È lei quella che regge le fila in quel matrimonio.

περιμένω στην ουρά

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il gruppo dovette fare la cosa per farsi servire.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του file στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.