Τι σημαίνει το days of the week στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης days of the week στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του days of the week στο Αγγλικά.

Η λέξη days of the week στο Αγγλικά σημαίνει ημέρα, μέρα, ημέρα, μέρα, ημέρα, μέρα, εργάσιμη μέρα, φως της ημέρας, εποχή, ημέρες, μέρες, η ζωή που απομένει σε κπ, την ημέρα, τη μέρα, 24 ώρες, 24 ώρες το 24ωρο, όλη μέρα, όλη την ημέρα, όλη μέρα, όλη την ημέρα, καθημερινότητα, γιορτή των Αγίων Πάντων, Ψυχοσάββατο, ολοήμερος, όπου να' ναι, ανά πάσα στιγμή, εννοείται, από μέρα σε μέρα, πρωταπριλιά, Ημέρα Ανακωχής, Ημέρα Εκεχειρίας, Ανάληψη, στο τέλος της ημέρας, στο κάτω κάτω της γραφής, στην τελική, τον παλιό καιρό, άσχημη μέρα, χάλια μέρα, Ημέρα της Βαστίλλης, όμορφη μέρα, ωραία μέρα, σημαντική ημέρα, σημαντική μέρα, Ημέρα της Γης, δεύτερη μέρα των Χριστουγέννων, αυγή, χαραυγή, εργάσιμη ημέρα, ημερομηνία, σταματώ δραστηριότητα, εθνική γιορτή του Καναδά, νικώ, κερδίζω, μειωμένο εισιτήριο επιστροφής, παιδικός σταθμός, ημέρα Χριστουγέννων, ευδιόρατος, καθάριος, προφανής, πασιφανής, βράδυ, δειλινό, κλεισίματος, θάνατος, ημέρα του Κολόμβου, ημέρα της Απόβασης στη Νορμανδία, σημαντική ημέρα, καθημερινά, κάθε μέρα, μέρα-νύχτα, ημερήσια εκδρομή, προηγούμενη ημέρα, ημερολόγιο, μέρα με τη μέρα, κατασκήνωση, φροντίδα παιδιών, φροντίδα ηιλικιωμένων,ατόμων με ειδικές ανάγκες, μέρα μπαίνει, μέρα βγαίνει, δουλειά, ημερομίσθια εργασία, ημερομίσθιος εργάτης, ημέρα της Εξιλέωσης, μέρα της Κρίσης, Δευτέρα Παρουσία, μέρα της κρίσης, ημέρα ανάπαυσης, ημέρα ανάπαυσης, Ημέρα των Ψυχών, ρεπό, ημερήσιο σχολείο, ιδιωτικό σχολείο, πρωΐνή βάρδια, πρωΐνή βάρδια, σε καθημερινή βάση, καθημερινά, καθημερινός, ημερήσια εκδρομή, κάνω ημερήσια εκδρομή, πηγαίνω ημερήσια εκδρομή σε κτ, κάνω ημερήσια εκδρομή σε κτ, χθεσινός, αυτός που κάνει μονοήμερη εκδρομή, δουλειά μιας μέρας, καναπές, μαθητής σε οικοτροφείο που επιστρέφει το βράδυ σπίτι του, παιδικός σταθμός, κέντρο φροντίδας ηλικιωμένων, μαθήτρια σε οικοτροφείο που επιστρέφει το βράδυ σπίτι της, φωσφοριζέ, δωμάτιο δραστηριοτήτων, χώρος ψυχαγωγίας, πιάτο ημέρας, την ημέρα, ρεπό, Παγκόσμια Ημέρα Γης, ημέρα των εκλογών, ολόκληρη μέρα, ολόκληρη ημέρα, κάθε μέρα, σε καθημερινή βάση, θα 'ρθει και σένα η σειρά σου, μέρα παρά μέρα, η Γιορτή του Πατέρα, γιορτή, μέρα υπαίθριων δραστηριοτήτων, κάνω πάρτυ, γραμματόσημο που σφραγίζεται πάνω σε φάκελο την πρώτη μέρα έκδοσής του, ημέρα της Σημαίας, ημέρα συλλογής χρημάτων για φιλανθρωπικούς σκοπούς, για μια ώρα ανάγκης, παντοτεινά, για πάντα, αιώνια, από την μία μέρα στην άλλη, καλημέρα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης days of the week

ημέρα, μέρα

noun (period of 24 hours) (24 ώρες)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
It took three days for the letter to get here.
Το γράμμα έκανε τρεις ημέρες (or: μέρες) να φτάσει.

ημέρα, μέρα

noun (time from sunup to sunset) (ανατολή ως δύση)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
They spent all day painting the house.
Πέρασαν όλη τους την ημέρα (or: μέρα) βάφοντας το σπίτι.

ημέρα, μέρα

noun (of the week: Monday, Friday) (της εβδομάδας)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
What day did I go to the bank? Tuesday?
Τι μέρα πήγα στην τράπεζα; Τρίτη;

εργάσιμη μέρα

noun (work day)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
He works a very short day.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Η εργάσιμη μέρα της Έλεν είναι πολύ γεμάτη και δύσκολη.

φως της ημέρας

noun (daylight)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Open the curtains and let the day in.
Άνοιξε τις κουρτίνες και άφησε το φως της ημέρας να μπει.

εποχή

noun (past era)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
In Caesar's day people used to wear togas.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Στα χρόνια της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, ο τρόπος ζωής ήταν πολύ διαφορετικός από τον σημερινό.

ημέρες, μέρες

plural noun (period of time)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
In the days before homes had electric lighting, people had to read by candlelight in the evenings.

η ζωή που απομένει σε κπ

plural noun (remaining lifetime)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
When I retire, I would like to live out my days in a cottage near the sea.

την ημέρα, τη μέρα

adverb (informal (regularly during the day)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
I work days, but I could meet you in the evening.

24 ώρες, 24 ώρες το 24ωρο

expression (all day, night)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The convenience store is open 24 hours a day.

όλη μέρα, όλη την ημέρα

adverb (throughout the whole day)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
She's been practising all day.
Κάνει πρόβα όλη την ημέρα.

όλη μέρα, όλη την ημέρα

adverb (throughout the whole day)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
I could water the flowers all day long. I sat in the sun all day long and read my book.
Θα μπορούσα να ποτίζω τα λουλούδια όλη μέρα. Έκατσα στον ήλιο όλη μέρα και διάβαζα το βιβλίο μου.

καθημερινότητα

expression (informal, figurative (routine activity)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
There's no need to thank me - it's all in a day's work for me.

γιορτή των Αγίων Πάντων

noun (Christian calendar: 1st November)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
All Saints' Day is the day after Halloween.

Ψυχοσάββατο

noun (November 2 holiday)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ολοήμερος

adjective (lasting the whole day)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

όπου να' ναι, ανά πάσα στιγμή

adverb (informal (some time soon)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
I ordered it weeks ago. It should arrive any day.
Το έχω παραγγείλει εδώ και εβδομάδες. Λογικά, θα φτάσει όπου να' ναι.

εννοείται

adverb (informal (willingly, without hesitation)

I'd do that for you any day.
Δεν έχω καμία αντίρρηση να το κάνω αυτό για σένα.

από μέρα σε μέρα

adverb (informal (some time soon)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
I'm expecting the book I ordered to come any day now.

πρωταπριλιά

noun (1st April)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
On April Fools' Day it's traditional to play practical jokes on people before midday.

Ημέρα Ανακωχής, Ημέρα Εκεχειρίας

noun (11th November: war remembrance day)

On Armistice Day, many countries take a two-minute moment of silence as a sign of respect for those who died. On Armistice Day the mayor laid flowers at the town war memorial.
Την Ημέρα της Ανακωχής, πολλές χώρες τηρούν δυο λεπτά σιγής σε ένδειξη σεβασμού για τους θανόντες. Την Ημέρα της Ανακωχής ο δήμαρχος κατέθεσε άνθη στο μνημείο πεσόντων της πόλης.

Ανάληψη

noun (Christian feast day)

(κύριο ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε συγκεκριμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. Μαρία, Ελλάδα, Ελληνίδα κλπ.)
There will be a special evening service on Ascension Day.
Θα υπάρξει έκτατη απογευματινή λειτουργία την ημέρα της Αναλήψεως.

στο τέλος της ημέρας

expression (in the evening)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
He went home at the end of the day.
Στο τέλος της ημέρας πήγε σπίτι.

στο κάτω κάτω της γραφής, στην τελική

expression (figurative (ultimately) (μεταφορικά)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
At the end of the day, there's nothing we can do.
Στο κάτω κάτω της γραφής δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα.

τον παλιό καιρό

expression (introduces reminiscence)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

άσχημη μέρα

noun (figurative (unpleasant day)

χάλια μέρα

noun (figurative, slang (day when everything goes wrong)

Ημέρα της Βαστίλλης

noun (14th July: French national day)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

όμορφη μέρα, ωραία μέρα

noun (day of sunny weather)

What a beautiful day! It's finally spring, warm and sunny, and the flowers are blooming.

σημαντική ημέρα, σημαντική μέρα

noun (day of an important occasion)

Ημέρα της Γης

noun (Can (annual energy conservation date)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

δεύτερη μέρα των Χριστουγέννων

noun (UK (26th December)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Nowadays, many people go to the sales on Boxing Day.

αυγή, χαραυγή

noun (dawn, sunrise, early morning)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The hunt assembles and is ready to ride at the break of day.

εργάσιμη ημέρα

noun (day of trading)

Your phone call will be returned within one business day.

ημερομηνία

noun (date)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The package will be delivered in five to eight business days, not calendar days.

σταματώ δραστηριότητα

verbal expression (informal (stop doing [sth]) (καθομιλουμένη)

I've been working for hours, I'm going to call it a day.

εθνική γιορτή του Καναδά

noun (Can (Canadian national day: 1st July)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Canada Day commemorates the confederation of Canada on July 1, 1867.

νικώ, κερδίζω

verbal expression (win, triumph)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
We hope that our team will carry the day.

μειωμένο εισιτήριο επιστροφής

noun (UK (type of train ticket) (για τρένο, την ίδια μέρα)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

παιδικός σταθμός

noun (day nursery)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
Many companies have an on-site child care center for their employees' children.

ημέρα Χριστουγέννων

noun (Christian festival: 25th December)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Children can't wait to get out of bed on Christmas Day.

ευδιόρατος, καθάριος

adjective (visible, easy to see) (κυριολεκτικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Despite the police spokesman's denial, the onlooker's video showed the policeman's unprovoked aggression, as clear as day.

προφανής, πασιφανής

adjective (figurative (obvious, easy to understand) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
It was clear as day to me that the Prime Minister had no intention of honouring his promises.
Ήταν προφανές (or: πασιφανές) για μένα ότι η πρωθυπουργός δεν είχε την πρόθεση να εκπληρώσει τις υποσχέσεις της.

βράδυ, δειλινό

noun (end of the day, evening)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κλεισίματος

adjective (at end of the day) (σε γενική)

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)
Close-of-day equity prices for domestic and foreign stock exchanges are available from many on-line sources.

θάνατος

noun (euphemism (death) (ευφημισμός)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
In his famous poem, Dylan Thomas urges that approaching death is to be resisted, that "old age should burn and rave at close of day".

ημέρα του Κολόμβου

noun (holiday in honor of Christopher Columbus)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ημέρα της Απόβασης στη Νορμανδία

noun (historical (WWII invasion day)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σημαντική ημέρα

noun (figurative (date when [sth] important begins)

καθημερινά, κάθε μέρα

adverb (every day)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I'm sick of doing the same thing day after day.

μέρα-νύχτα

adverb (all the time)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Edgar's been working day and night to get the house ready in time.

ημερήσια εκδρομή

noun (one-day trip, outing)

We had a lovely day out at the seaside.
Περάσαμε μια ωραία μέρα στη θάλασσα.

προηγούμενη ημέρα

noun (previous day)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ημερολόγιο

noun (diary, daily log book) (προσωπικό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I would be completely lost without my day book, my whole life is in there.

μέρα με τη μέρα

adverb (gradually)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
His pain decreased day by day as his injuries gradually healed.

κατασκήνωση

noun (organized activity session)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

φροντίδα παιδιών

noun (daytime childcare)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
My 2-year old daughter goes to day care every weekday morning.

φροντίδα ηιλικιωμένων,ατόμων με ειδικές ανάγκες

noun (daytime care for elderly, disabled)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I take my Dad to seniors' day-care every day so that I have time to run errands.

μέρα μπαίνει, μέρα βγαίνει

adverb (informal (every day)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
It's so boring, doing the same thing day in, day out.

δουλειά

noun (regular job)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ημερομίσθια εργασία

noun (US (work: paid by the day)

Day labor is a growing part of the informal economy in the United States.

ημερομίσθιος εργάτης

noun (worker hired by the day)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Sadly, day laborers usually lack benefits or job security.

ημέρα της Εξιλέωσης

noun (Jewish day of fasting) (Εβραϊκή γιορτή)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

μέρα της Κρίσης, Δευτέρα Παρουσία

noun (religious: judgment day) (θρησκεία)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
On the day of reckoning, Jesus Christ is coming to judge whatever we might have done.

μέρα της κρίσης

noun (day to deal with [sth] unpleasant)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
On the day of reckoning, it will be interesting to see how the team performs against the league leaders.

ημέρα ανάπαυσης

noun (religious: Sabbath) (θρησκεία)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Sabbath is for Jews a day of rest.

ημέρα ανάπαυσης

noun (day free of work)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Today he had a day of rest from work.

Ημέρα των Ψυχών

noun (celebration: All Souls)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ρεπό

noun (day of holiday from work)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
No, I can't come into the office today, it's my day off!
Όχι, δεν μπορώ να έρθω σήμερα στο γραφείο. Έχω ρεπό!

ημερήσιο σχολείο

noun (school open during weekday hours)

ιδιωτικό σχολείο

noun (private school)

πρωΐνή βάρδια

noun (daytime work period)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The day shift starts at 5.30 a.m.

πρωΐνή βάρδια

noun (workers on duty during the day)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Don't worry about cleaning that up, the day shift will do it in the morning.

σε καθημερινή βάση, καθημερινά

adverb (on a daily basis)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

καθημερινός

adjective (everyday, daily)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ημερήσια εκδρομή

noun (outing made in a day)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
If you live in New Jersey it's easy to take a day trip to New York City.

κάνω ημερήσια εκδρομή

intransitive verb (US (make a day trip)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πηγαίνω ημερήσια εκδρομή σε κτ, κάνω ημερήσια εκδρομή σε κτ

(US (make a day trip to a place)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

χθεσινός

adjective (made yesterday)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αυτός που κάνει μονοήμερη εκδρομή

noun ([sb] who takes a trip in under a day)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δουλειά μιας μέρας

noun (literal (work done in one day) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
It will take one more day's work to finish the job.

καναπές

noun (furniture: sofa bed)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

μαθητής σε οικοτροφείο που επιστρέφει το βράδυ σπίτι του

noun (young male at boarding school in day)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

παιδικός σταθμός

noun (children's nursery)

κέντρο φροντίδας ηλικιωμένων

noun (care facility for adults) (ανάλογα με την περίπτωση)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

μαθήτρια σε οικοτροφείο που επιστρέφει το βράδυ σπίτι της

noun (young female at boarding school in day)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

φωσφοριζέ

noun (® (fluorescent)

δωμάτιο δραστηριοτήτων

noun (room for leisure activities)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

χώρος ψυχαγωγίας

noun (hospital: patient recreation room)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

πιάτο ημέρας

noun (restaurant's daily special) (σε εστιατόριο)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
The dish of the day at Williamson's is roast duck with your choice of vegetables.

την ημέρα

adverb (in the daytime, in daylight hours)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Nocturnal animals, like owls, sleep during the day and hunt during the night.
Τα νυχτόβια ζώα, όπως οι κουκουβάγιες, κοιμούνται την ημέρα και κυνηγούν τη νύχτα.

ρεπό

noun (informal (day off work)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
I was feeling stressed and tired, so my boss agreed that I could take a duvet day.

Παγκόσμια Ημέρα Γης

noun (environmental awareness day)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The first Earth Day took place on April 22, 1970 and is now celebrated around the world.

ημέρα των εκλογών

noun (date when votes are cast)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
On election day, polling stations are open from 7am until10pm.

ολόκληρη μέρα, ολόκληρη ημέρα

noun (whole duration of day)

κάθε μέρα, σε καθημερινή βάση

adverb (on a daily basis)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I have a shower every day.
Κάνω ντους κάθε μέρα (or: σε καθημερινή βάση).

θα 'ρθει και σένα η σειρά σου

expression (figurative (everyone will succeed)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μέρα παρά μέρα

adverb (on alternate days)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The medication should be taken every other day.
Το φάρμακο πρέπει να λαμβάνεται μέρα παρά μέρα.

η Γιορτή του Πατέρα

noun (annual celebration day for fathers)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
This year, Father's Day falls on Sunday 21st June. I always make sure to call my dad on Father's Day.

γιορτή

noun (date of religious celebration)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μέρα υπαίθριων δραστηριοτήτων

noun (school's outdoor sports event)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

κάνω πάρτυ

noun (figurative, informal (great opportunity to enjoy yourself) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The revelation about the Prime Minister's love life was a field day for the tabloids.
Οι φυλλάδες έκαναν πάρτυ με την αποκάλυψη για την ερωτική ζωή του πρωθυπουργού.

γραμματόσημο που σφραγίζεται πάνω σε φάκελο την πρώτη μέρα έκδοσής του

noun (postage stamp franked on day of issue)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

ημέρα της Σημαίας

noun (US (June 14) (στις ΗΠΑ)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ημέρα συλλογής χρημάτων για φιλανθρωπικούς σκοπούς

noun (UK (charity fundraising day)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

για μια ώρα ανάγκης

expression (figurative (in case of future need)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I put the extra money in my emergency fund for a rainy day. It's important to put some money aside for a rainy day.

παντοτεινά, για πάντα, αιώνια

adverb (poetic (for all eternity)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I shall love thee forever and a day!

από την μία μέρα στην άλλη

adverb (between one day and the next)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The weather's very unpredictable here: it changes dramatically from day to day.

καλημέρα

interjection (Aus/NZ, informal (greeting: good day) (συνάντηση)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του days of the week στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του days of the week

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.