Τι σημαίνει το can't στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης can't στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του can't στο Αγγλικά.

Η λέξη can't στο Αγγλικά σημαίνει δεν μπορώ, μπορώ, ξέρω, μπορώ, μπορώ, μπορεί, δοχείο, κονσέρβα, μπιτόνι, ντεπόζιτο, τουαλέτα, στενή, πολεμικό πλοίο, πισινός, κονσέρβα, μπορώ, μπορώ, κάνω κονσέρβα, στέλνω, σταματάω, σταματώ, Στην αναβροχιά, καλό και το χαλάζι., δεν αντέχω κπ/κτ, δεν παίζει, δεν ψήνομαι, δεν υπάρχει περίπτωση να κάνω κτ, δεν μπαίνω στον κόπο να κάνω κτ, δεν μπαίνω στον κόπο να κάνω κτ, δεν γίνεται κάτι άλλο, δεν τα προλαβαίνω όλα, αναπόφευκτος, ανυπομονώ, δεν κρατιέμαι, δεν μπορώ με τίποτα να κάνω κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης can't

δεν μπορώ

contraction (colloquial, abbreviation (can not)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I can't hear the doorbell when I'm in the back room.
Όταν είμαι στο πίσω δωμάτιο δεν μπορώ να ακούσω το κουδούνι.

μπορώ

auxiliary verb (be able to) (έχω την ικανότητα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I can carry those suitcases for you.
Μπορώ να μεταφέρω τις βαλίτσες σου εγώ.

ξέρω

auxiliary verb (know how to)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She can play the piano.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Μπορεί να παίξει την Ενάτη Συμφωνία του Μπετόβεν στο πιάνο.

μπορώ

auxiliary verb (have the right to) (έχω δικαίωμα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The prime minister can call an election whenever he wants to.
Ο πρωθυπουργός μπορεί να ανακοινώνει εκλογές όποτε θέλει.

μπορώ

auxiliary verb (be allowed to) (μου επιτρέπεται)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Can I borrow your car tonight?
Μπορώ να δανειστώ το αυτοκίνητό σου απόψε;

μπορεί

auxiliary verb (be possible) (είναι πιθανό)

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
Such things can happen if you're not careful.
Τέτοια πράγματα μπορεί να συμβούν αν δεν προσέχεις.

δοχείο

noun (US (tin: metal container)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
We need three more cans of paint.
Χρειαζόμαστε τρία κουτιά μπογιά ακόμα.

κονσέρβα

noun (US (tin: of food) (συσκευασία τροφίμων)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Pass me that can of peas.
Δώσε μου αυτή την κονσέρβα με μπιζέλια.

μπιτόνι, ντεπόζιτο

noun (fuel) (δοχείο καυσίμων)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
We should fill this extra can with gas in case we run out.

τουαλέτα

noun (US, slang (toilet)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Excuse me. I have to go to the can.

στενή

noun (slang (jail, gaol) (μεταφορικά: φυλακή)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
He's been in the can for three months now.

πολεμικό πλοίο

noun (slang (military: warship)

After a few repairs the can was back in the water heading across the ocean.

πισινός

noun (US, slang (buttocks)

That toilet seat's so cold you'll freeze your can sitting on it.

κονσέρβα

noun (contents of a tin)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I'll just have a can of beans for lunch.
Θα φάω μόνο μια κονσέρβα φασόλια για μεσημεριανό.

μπορώ

auxiliary verb (have the qualifications to) (έχω γνώση, ικανότητα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A doctor can treat people more extensively than a nurse.

μπορώ

auxiliary verb (tend to) (έχω την τάση)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He can be really annoying sometimes.

κάνω κονσέρβα

transitive verb (preserve in a jar, etc.)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
They canned most of their peppers for the winter.
Κονσερβοποίησαν τις περισσότερες πιπεριές τους για τον χειμώνα.

στέλνω

transitive verb (US, slang (fire, dismiss) (αργκό: απολύω)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He should have been canned for that kind of behavior.
Θα έπρεπε να έχει πάρει πόδι εξαιτίας αυτής της συμπεριφοράς.

σταματάω, σταματώ

transitive verb (US, slang (stop doing)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
You two! Can that fighting! Now!
Ε, εσείς οι δύο! Κόφτε τον τσακωμό! Τώρα!

Στην αναβροχιά, καλό και το χαλάζι.

expression (informal (When in need, take what's offered.) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δεν αντέχω κπ/κτ

verbal expression (informal (find intolerable)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I can't stand my overbearing, demanding boss.
Δεν αντέχω το αυταρχικό και απαιτητικό αφεντικό μου.

δεν παίζει, δεν ψήνομαι

verbal expression (UK, vulgar, slang (unwilling to make effort) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δεν υπάρχει περίπτωση να κάνω κτ

verbal expression (UK, vulgar, slang (unwilling to make effort)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I've lost the remote control and I can't be arsed to get up and change the channel.

δεν μπαίνω στον κόπο να κάνω κτ

adjective (informal (unwilling to make effort)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I can't be bothered with proofreading, so I just post my e-mails as they are, misspellings and all.

δεν μπαίνω στον κόπο να κάνω κτ

adjective (informal (unwilling to make effort)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δεν γίνεται κάτι άλλο

verbal expression (informal (unavoidable)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
It's a pity that Deborah can't come with us, but it can't be helped.

δεν τα προλαβαίνω όλα

verbal expression (US, informal (have too many obligations) (καθομιλουμένη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I can't be in all places at one time so someone will have to help me.

αναπόφευκτος

verbal expression (feel compelled to do [sth])

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I can't help wondering if she really knows what she's doing.
Δεν μπορώ παρά να αναρωτιέμαι αν ξέρει πραγματικά τι κάνει.

ανυπομονώ

verbal expression (figurative, informal (be impatient for) (για κτ, να γίνει κτ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I can't wait for this day to be over.

δεν κρατιέμαι

interjection (I am excited about [sth])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
"This time next week we'll be on holiday." "I can't wait!"
«Την ερχόμενη βδομάδα, τέτοια ώρα θα είμαστε διακοπές». «Δεν κρατιέμαι!»

δεν μπορώ με τίποτα να κάνω κτ

expression (extremely bad at [sth])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Heather couldn't bake a cake to save her life.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του can't στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του can't

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.