Τι σημαίνει το attenti στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης attenti στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του attenti στο Ιταλικό.

Η λέξη attenti στο Ιταλικό σημαίνει προσεκτικός, προσεχτικός, προσεκτικός, μεθοδικός, ευσυνείδητος, επιφυλακτικός, προσεκτικός, στοργικός, τρυφερός, προσεκτικός, έντονος, αυστηρός, προσεκτικός, σχολαστικός, σε εγρήγορση, σε επαγρύπνηση, σε ετοιμότητα, σε εγρήγορση, επιμελής, που είναι σε εγρήγορση, που είναι σε επαγρύπνηση, επίπονος, σε επαγρύπνηση για κτ, έχω τον νου μου,, προσεκτικός, παρατηρητικός, ευγενικός, ικανός, ευγενικός, οξυδερκής, προσεκτικός, προσεκτικός, σχολαστικός, αφοσιωμένος, με ζήλια, γεμάτος ζήλια, λεπτομερής, ενδελεχής, ψυχρός, σκεπτόμενος, προσεκτικός, προσεχτικός, κάνω κτ γρήγορα, εξυπηρετικός, περιποιητικός, το νου σου!, πρόσεχε!, Πρόσεχε!, φιλικός προς τα παιδιά, φιλικός προς το περιβάλλον, κπ που προσέχει την εικόνα του/της, με μια πιο προσεκτική εξέταση, που έχει τα μάτια του ανοιχτά για κπ/κτ, σημειωτέον δε, αετίσιο μάτι, πιο προσεκτική ματιά, παρατηρητικότητα, προσέχω το βάρος μου, προσέχω, Πρόσεχε!, έχω το νου μου, προσέχω, προσέχω, κάνω δίαιτα, έχω το νου μου για κπ/κτ, έχω το νου μου σε κτ/κπ, έχω το νου μου, προσέχω, έχω συναίσθηση, προσέχω, πρόσεχε, προσοχή, προσεκτικά, πρόσεχε!, πιο προσεκτική ματιά, προσέχω, προσέχω, πρόσεχε με κτ, προσοχή με κτ, προσεκτικά με κτ, Πρόσεχε!, προσέχω, προσέχω, που ξέρει από μόδα, που ακολουθεί τη μόδα, μοντέρνος, που έχει επίγνωση του κόστους, προσοχή σε. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης attenti

προσεκτικός, προσεχτικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Gli studenti della lezione di inglese del signor Graham erano attenti e vogliosi di imparare.
Οι μαθητές στο μάθημα αγγλικών του κυρίου Γκράχαμ ήταν συγκεντρωμένοι και πρόθυμοι να μάθουν.

προσεκτικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μεθοδικός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Bob fissò il puzzle irrisolto con uno sguardo attento.

ευσυνείδητος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

επιφυλακτικός, προσεκτικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Molti pazienti sono circospetti durante la prima sessione di terapia e non parlano molto.

στοργικός, τρυφερός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

προσεκτικός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I suoi movimenti durante la caccia alla preda erano molto attenti.
Οι κινήσεις του ήταν προσεκτικές καθώς παραμόνευε το θήραμα.

έντονος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αυστηρός, προσεκτικός, σχολαστικός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Un attento esame rivelerà che la teoria è corretta.

σε εγρήγορση

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Già di prima mattina Emily si sentiva vigile ed energica.
Αν και ήταν αρκετά πρωί, η Έμιλυ ένιωθε ότι ήταν σε εγρήγορση και ενεργητική.

σε επαγρύπνηση, σε ετοιμότητα, σε εγρήγορση

(προσέχω, προστατεύω κάτι)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Le sentinelle sono rimaste vigili per tutta la notte.
Οι φρουροί παρέμειναν άγρυπνοι κατά τη διάρκεια της νύχτας.

επιμελής

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Είναι πολύ επιμελής και αργός όταν κάνει την επιμέλειά του.

που είναι σε εγρήγορση, που είναι σε επαγρύπνηση

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La polizia sta avvertendo i proprietari dei veicoli di restare vigili poiché recentemente ci sono stati alcuni furti d'auto.

επίπονος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

σε επαγρύπνηση για κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I genitori di bambini e adolescenti devono essere consapevoli dei problemi connessi all'uso dei social media.

έχω τον νου μου,

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Όταν οδηγείς αυτοκίνητο, πρέπει, συνεχώς, να έχεις τον νου σου.

προσεκτικός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Sono un guidatore prudente.
Είμαι προσεκτικός οδηγός.

παρατηρητικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ευγενικός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Se vuoi mantenere il tuo lavoro dovresti sempre essere rispettoso con il tuo capo.
Άμα θέλεις να κρατήσεις τη δουλειά σου πρέπει να είσαι πάντα ευγενικός με το αφεντικό σου.

ικανός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
È un valido lavoratore.
Είναι ικανός εργάτης.

ευγενικός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Tenere la porta aperta per l'anziana signora era un gesto rispettoso da fare.
Ήταν ευγενικό που κράτησε ανοιχτή την πόρτα για την ηλικιωμένη κυρία.

οξυδερκής

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Το κοινό παρακολουθούσε την παράσταση με κριτική ματιά.

προσεκτικός

(vigile, attento)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

προσεκτικός, σχολαστικός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ha soprainteso a uno scrupoloso riesame delle prove.
Επέβλεψε μια σχολαστική (or: λεπτομερή) επανεξέταση των αποδεικτικών στοιχείων.

αφοσιωμένος

aggettivo

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
È un impiegato scrupoloso.
Είναι ένας αφοσιωμένος υπάλληλος.

με ζήλια, γεμάτος ζήλια

aggettivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Durante la festa ha tenuto l'occhio vigile sul marito.
Στο πάρτι κοιτούσε τον σύζυγό της γεμάτη ζήλια.

λεπτομερής, ενδελεχής

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il libro fornisce un approfondimento dettagliato sulla vita della star del cinema.

ψυχρός

aggettivo (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Con movimenti cauti il cacciatore ha stanato la sua preda.

σκεπτόμενος

aggettivo

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Ha scritto un articolo sulla vacanza ideale di una donna riflessiva (or: giudiziosa).

προσεκτικός, προσεχτικός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Joe è un uomo d'affari cauto (or: attento), non gli piace rischiare.
Ο Τζο είναι προσεκτικός ως επιχειρηματίας και δεν του αρέσει να παίρνει ρίσκα.

κάνω κτ γρήγορα

aggettivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Αντιλήφθηκε γρήγορα ότι το μωρό ήταν άρρωστο.

εξυπηρετικός, περιποιητικός

(με κτ/κπ)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il personale dell'hotel è molto attento ai desideri e le necessità degli ospiti.
Οι υπάλληλοι στο ξενοδοχείο είναι αρκετά εξυπηρετικοί με τις ανάγκες και επιθυμίες των πελατών.

το νου σου!

πρόσεχε!

Attento! Oggi c'è tanto ghiaccio per la strada e si rischia di scivolare.

Πρόσεχε!

Attento! C'è una lastra di ghiaccio lì davanti.
Πρόσεχε! Υπάρχει μια παγωμένη επιφάνεια μπροστά.

φιλικός προς τα παιδιά

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Certe aziende sono diventate attente ai bisogni dei bambini e offrono degli asili infantili per i dipendenti.

φιλικός προς το περιβάλλον

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Τα μπουκάλια μιας χρήσεως δεν είναι φιλικά προς το περιβάλλον.

κπ που προσέχει την εικόνα του/της

aggettivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La maggior parte degli atleti professionisti è molto attenta all'immagine; ecco perché evitano di dare scandalo in pubblico.

με μια πιο προσεκτική εξέταση

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

που έχει τα μάτια του ανοιχτά για κπ/κτ

aggettivo (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La guardia forestale era sempre attenta ai cacciatori di frodo e agli incendi boschivi.

σημειωτέον δε

verbo intransitivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Prendete nota della data di consegna dei vostri lavori.

αετίσιο μάτι

(figurato) (μεταφορικά)

πιο προσεκτική ματιά

(μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

παρατηρητικότητα

(figurato, informale)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

προσέχω το βάρος μου

verbo intransitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Le piacciono i cibi nutrienti; non deve esagerare e deve stare attenta al proprio peso.

προσέχω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Dovrai stare attento a dove metti i piedi quando scenderai dalla montagna.

Πρόσεχε!

interiezione

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Attenzione, è appena iniziato un terremoto!
Πρόσεχε, μόλις ξεκίνησε σεισμός!

έχω το νου μου

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Quando si guida in inverno bisogna fare attenzione alle lastre di ghiaccio.
Όταν οδηγείς τον χειμώνα πρέπει να προσέχεις τις παγωμένες επιφάνειες.

προσέχω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

προσέχω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Si deve fare attenzione quando si attraversa una strada trafficata all'ora di punta.
Πρέπει να προσέχεις όταν περνάς έναν πολυσύχναστο δρόμο σε ώρα αιχμής.

κάνω δίαιτα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

έχω το νου μου για κπ/κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
State attenti ai borseggiatori quando siete nella folla. In questo quartiere bisogna stare attenti ai bambini che giocano per la strada.

έχω το νου μου σε κτ/κπ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Devi fare attenzione ai serpenti quando passeggi su queste colline.
Όταν περπατάς σ' αυτούς τους λόφους, πρέπει να έχεις το νου σου στα φίδια.

έχω το νου μου

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Stai attento alle rocce che potrebbero franare lungo la strada.
Έχε το νου σου για κυλιόμενα βράχια κατά μήκος αυτού του δρόμου. Δε φαίνεται να έχει χτυπήσει μετά την πτώση της αλλά θα έπρεπε να έχουμε το νου μας για σημάδια διάσεισης.

προσέχω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tienilo d'occhio mentre chiamo la polizia.
Προσέχέ τον όσο θα καλώ τη αστυνομία.

έχω συναίσθηση

aggettivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Chi guida deve sempre essere consapevole delle altre auto sulla strada.
Οι οδηγοί πρέπει να έχουν συναίσθηση των άλλων οχημάτων που βρίσκονται στον δρόμο.

προσέχω

aggettivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Lui fa attenzione nel chiudere a chiave le porte prima di uscire.
Προσέχει να κλειδώνει πάντα την πόρτα πριν βγει έξω.

πρόσεχε, προσοχή, προσεκτικά

interiezione

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Sta' attento! Quel ragno potrebbe essere velenoso.
Πρόσεχε, αυτή η αράχνη μπορεί αν είναι δηλητηριώδης.

πρόσεχε!

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

πιο προσεκτική ματιά

(σε κάτι)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

προσέχω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Stai attenta al bambino mentre preparo il bagno.
Πρόσεχε το μωρό όσο θα ετοιμάζω το μπάνιο του.

προσέχω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Presta molta attenzione a ogni parola che dice.
Δώσε βάση σε κάθε του λέξη.

πρόσεχε με κτ, προσοχή με κτ, προσεκτικά με κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Πρόσεχε με τη γαμήλια τούρτα· δεν θα ήθελες να σου πέσει!

Πρόσεχε!

(informale)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

προσέχω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Fai attenzione ai tuoi comportamenti quando vai alla cena.
Να προσέχεις τους τρόπους σου όταν πας στο δείπνο.

προσέχω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Cammina con attenzione: gli scogli sono scivolosi.
Να προσέχεις πως πατάς, γιατί οι πέτρες γλιστράνε.

που ξέρει από μόδα, που ακολουθεί τη μόδα

locuzione aggettivale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μοντέρνος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

που έχει επίγνωση του κόστους

locuzione aggettivale (persona) (άτομο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

προσοχή σε

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Fai attenzione ai gradini scivolosi.
Πρόσεξε τα σκαλοπάτια, γιατί γλιστράνε.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του attenti στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.